Φράση
/fʌnɪli ɪˈnʌf/
Η φράση "funnily enough" χρησιμοποιείται συνήθως για να εισάγει μια παράξενη ή αστεία κατάσταση ή γεγονός που μπορεί να φαίνεται ανεξήγητο ή απροσδόκητο. Παρόλο που έχει μια αστεία αίσθηση κατά τη χρήση της, συχνά συνοδεύει εκείνες τις ανακαλύψεις που είναι περισσότερες από μια απλή ανατροπή ή ειρωνεία. Χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτό πλαίσιο.
Αστεία αρκετά, συνάντησα τον παλιό μου δάσκαλο χθες.
Funnily enough, we both chose the same outfit for the party.
Αστεία αρκετά, και οι δύο επιλέξαμε το ίδιο ρούχο για το πάρτι.
Funnily enough, it started to rain just as we stepped outside.
Η φράση "funnily enough" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί σε παραδείγματα όπως:
Αστεία αρκετά, πάντα ξεχνάω τα κλειδιά μου όταν βιάζομαι.
"Funnily enough, everyone predicted we would lose, but we won!"
Αστεία αρκετά, όλοι προέβλεπαν ότι θα χάσουμε, αλλά νικήσαμε!
"Funnily enough, the quietest person in the room ended up telling the funniest joke."
Αστεία αρκετά, ο πιο ήσυχος άνθρωπος στο δωμάτιο τελικά είπε την πιο αστεία αστεία.
"Funnily enough, I had already heard that story before!"
Αστεία αρκετά, είχα ήδη ακούσει αυτήν την ιστορία πριν!
"Funnily enough, I was just thinking about you when you called."
Η φράση προέρχεται από το επίθετο "funny", που σημαίνει "αστείο" ή "παράξενο", και τονισμένο με τον τρόπο "enough", που υποδηλώνει ότι κάτι είναι αρκετά σημαντικό ή απροσδόκητο.
Συνώνυμα: - Oddly enough (παράξενα αρκετά) - Strangely enough (παράξενα αρκετά)
Αντώνυμα: - Predictably (προβλέψιμα) - Expectably (αναμενόμενα)