Fur είναι ουσιαστικό.
/fɜr/
Η λέξη "fur" αναφέρεται στο παχύ και μαλακό τρίχωμα που καλύπτει το σώμα των περισσότερων θηλαστικών. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει την "γούνα" που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ρούχα ή αξεσουάρ. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά, και είναι πιο διαδεδομένη στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να προκύψει και στον προφορικό λόγο.
Η λέξη "fur" χρησιμοποιείται συχνά σε κείμενα που σχετίζονται με τη μόδα, τη ζωολογία, και την οικολογία.
Ο παλτό ήταν φτιαγμένος από όμορφη, μαλακή γούνα.
Many animals have fur to keep them warm.
Πολλά ζώα έχουν τρίχωμα για να τα κρατούν ζεστά.
She decided to buy a fur hat for the winter.
Η λέξη "fur" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο κοινές όσο άλλες λέξεις.
Μια γούνα δεν σημαίνει ότι έχεις στυλ.
"It's like pulling fur from a cat; it's not easy!"
Είναι σαν να βγάζεις γούνα από μια γάτα; Δεν είναι εύκολο!
"Don't let the fur fly; it’s not worth the argument."
Μην αφήνεις να πετάξει η γούνα; Δεν αξίζει τον κόπο η διαμάχη.
"The fur has started to fly since the announcement."
Η λέξη "fur" προέρχεται από τη μεσαιωνική λατινική λέξη "furis", που σημαίνει "εκλεπτυσμένο τρίχωμα".
Συνώνυμα: - fleece (χνούδι, τρίχωμα) - pelt (πετσί, δέρμα)
Αντώνυμα: - bare (γυμνός) - smooth (λεία επιφάνεια)