Furriery (ουσιαστικό)
/ˈfɜːəriəri/
Η λέξη "furriery" αναφέρεται τη βιοτεχνία ή το επάγγελμα που σχετίζεται με την κατασκευή, πώληση ή επισκευή γουναρικών προϊόντων. Χρησιμοποιείται κυρίως σε βιομηχανικό και εμπορικό πλαίσιο και μπορεί να δείξει μία εξειδίκευση ή επιχείρηση που αφορά την παραγωγή και τις υπηρεσίες με γούνες.
Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη "furriery" δεν είναι τόσο συχνά χρησιμοποιούμενη στην καθημερινή ομιλία και είναι πιο κοινή σε γραπτά, ειδικά σε συμφραζόμενα που σχετίζονται με τη μόδα, την παράδοση και τη βιομηχανία γούνας.
"The furriery created an exquisite fur coat for the gala."
Η γουναρική δημιούργησε ένα εξαιρετικό γούνινο παλτό για τη γκαλά.
"She decided to visit the local furriery to repair her favorite fur jacket."
Αποφάσισε να επισκεφθεί τη τοπική γουναρική για να επισκευάσει το αγαπημένο της γούνινο μπουφάν.
Η λέξη "furriery" δεν είναι πολύ συχνά ενσωματωμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε συμφραζόμενα που μιλούν για τη μόδα και τον καλλωπισμό. Ωστόσο, μπορεί να παραχθούν κάποιες εκφράσεις:
"In the world of furriery, craftsmanship is paramount."
Στον κόσμο της γουναρικής, η τέχνη είναι καθοριστική.
"She has a keen interest in the nuances of furriery."
Έχει έντονο ενδιαφέρον για τις λεπτομέρειες της γουναρικής.
"The resurgence of furriery has sparked debates about ethical sourcing."
Η αναγέννηση της γουναρικής έχει προκαλέσει συζητήσεις σχετικά με την ηθική προμήθεια.
Η λέξη "furriery" προέρχεται από την αγγλική λέξη "furry", η οποία σχετίζεται με τη γούνα και πρόσθετο επίθημα "-ery" που υποδεικνύει τον τομέα ή τη διαδικασία.
Συνώνυμα: - Fur shop (κατάστημα γουναρικών) - Fur business (επιχείρηση γούνας)
Αντώνυμα: - Non-fur (μη γούνινος) - Vegan fashion (βιώσιμη μόδα χωρίς γούνα)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μία ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "furriery" και των σχετικών ορων και χρήσεων της.