Fury είναι ουσιαστικό (noun).
/phʊəri/
Η λέξη "fury" αναφέρεται σε έντονο και ανεξέλεγκτο θυμό ή σε μια κατάσταση που προκαλεί εξαιρετική οργή. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει ένα υπερβατικό επίπεδο αγανάκτησης ή θυμού.
Η λέξη "fury" είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτό κείμενο, όπως λογοτεχνικά έργα ή άρθρα, αν και μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε συναισθηματικά φορτισμένες καταστάσεις.
Η οργή του ήταν προφανής όταν ανακάλυψε την αλήθεια.
She unleashed her fury on the unfair treatment she received.
Αφέθηκε ελεύθερη στην οργή της για την άδικη μεταχείριση που έλαβε.
The crowd erupted in fury when the decision was announced.
The fury of the storm rattled the windows. (Η οργή της καταιγίδας κούνησε τα παράθυρα.)
In a fit of fury: Σε κατάσταση οργής.
He acted in a fit of fury when he heard the bad news. (Έδρασε σε κατάσταση οργής όταν άκουσε τα κακά νέα.)
Fury unleashed: Οργή που απελευθερώθηκε.
Η λέξη "fury" προέρχεται από τη λατινική λέξη furius, που σημαίνει "θυμωμένος" ή "οργισμένος". Εξελίχθηκε περνώντας μέσα από το μεσαιωνικό γαλλικό furie.
Συνώνυμα: - wrath - rage - ire
Αντώνυμα: - calm - serenity - peace