Η φράση "fusible slag" είναι ουσιαστικό.
/ˈfjuː.zə.bəl slæɡ/
Η "fusible slag" αναφέρεται σε μια μορφή αποβλήτων ή υπολειμμάτων που προκύπτουν κατά την επεξεργασία μετάλλων και είναι ικανή να λιώσει ή να ρέει για να διευκολύνει τη διαδικασία καθαρισμού και απομάκρυνσης των ακαθαρσιών. Χρησιμοποιείται κυρίως σε βιομηχανίες που σχετίζονται με τη μεταλλουργία και τη σιδηρουργία. Η χρήση της σλάγκας μπορεί να είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, αλλά εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο,ιδιαίτερα σε τεχνικές συζητήσεις.
The furnace produced a lot of fusible slag during the smelting process.
Το καμίνι παρήγαγε πολλή λιωτή μάσκα κατά τη διαδικασία τήξης.
The engineers monitor the composition of fusible slag to optimize efficiency.
Οι μηχανικοί παρακολουθούν τη σύνθεση της λιωτής μάσκας για να βελτιστοποιήσουν την απόδοση.
Using fusible slag can improve the quality of the final metal product.
Η χρήση λιωτής μάσκας μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα του τελικού μεταλλικού προϊόντος.
Η φράση "fusible slag" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε τεχνικές ή βιομηχανικές φράσεις σχετικές με τη μεταλλουργία. Παρ' όλα αυτά, η έννοια της σλάγκας είναι κεντρική σε πολλές μεταλλευτικές διαδικασίες και ορισμένες κοινές φράσεις μπορεί να είναι:
The slag needs to be removed for better smelting results.
Η σλάγκα πρέπει να αφαιρεθεί για καλύτερα αποτελέσματα τήξης.
Managing the fusible slag is essential in the production process.
Η διαχείριση της λιωτής μάσκας είναι απαραίτητη στη διαδικασία παραγωγής.
Excessive fusible slag can lead to operational issues.
Η υπερβολική λιωτή μάσκα μπορεί να προκαλέσει λειτουργικά προβλήματα.
The quality of the fusible slag can influence the final outcome of the metal.
Η ποιότητα της λιωτής μάσκας μπορεί να επηρεάσει το τελικό αποτέλεσμα του μετάλλου.
Η λέξη "fusible" προέρχεται από τη λατινική λέξη "fusus," που σημαίνει "λιωμένος", και η λέξη "slag" έχει γερμανικές ρίζες από τη λέξη "schlacke," που αναφέρεται σε απορρίμματα ή υπολείμματα κατά την τήξη ορυκτών.
Συνώνυμα: - melting slag - liquid slag
Αντώνυμα: - solid residue - waste material