Το "gaiter" είναι ένα κατάλληλο παπούτσι ή μπότα που φτάνει πάνω από τον αστράγαλο για να προστατεύει από το νερό, τον λάσπη, ή την κρύα.
Συχνά χρησιμοποιείται στην γραπτή γλώσσα, σε περιγραφές εξοπλισμού σε εξορμήσεις στη φύση.
Ετυμολογία
Η λέξη "gaiter" προέρχεται από τον γάντζο "gait" που στη μέση αγγλική εποχή δηλώνει το πάνω μέρος του ποδιού.
Συνώνυμα και Αντώνυμα
Συνώνυμα: Legging, Spat, Puttee Αντώνυμα: -
Παραδείγματα
She wore her gaiters while hiking in the mountains.
Φόρεσε τα gaiters της κατά την πεζοπορία στα βουνά.
The old-fashioned gaiters protected his boots from the mud.
Τα παλιομοδίτικα gaiters προστάτευαν τις μπότες του από τη λάσπη.
Γλωσσικές έκφρασεις
Η λέξη "gaiter" δε συνδέεται με κάποια ιδιωματική έκφραση στην αγγλική γλώσσα.
Παραδείγματα Ιδιωματικών Εκφράσεων:
Pull up your gaiters: Έναρξη ενός καθημερινού καθήκοντος ή αγώνα.
Ανεβάστε τα gaiters σας.
Have one foot in the grave and the other in a gaiter: Ένα άτομο που είναι πολύ παλιό ή άρρωστο.
Έχει ένα πόδι στον τάφο και το άλλο σε gaiter.