Galactosemia είναι ουσιαστικό.
/ɡəˌlæktəˈsiːmiə/
Η γαλακτοσεμία είναι μια κληρονομική μεταβολική διαταραχή που επηρεάζει την ικανότητα του σώματος να μεταβολίζει τη γαλακτόζη, έναν τύπο ζαχάρου που βρίσκεται στο γάλα και σε άλλα τρόφιμα. Αυτή η κατάσταση οδηγεί σε επικίνδυνες συγκεντρώσεις γαλακτόζης στο αίμα, οι οποίες αν δεν αντιμετωπιστούν μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές επιπλοκές στους πάσχοντες, όπως η βλάβη στο ήπαρ, οι νευρολογικές διαταραχές και η ανάπτυξη καταρράκτη.
Η γαλακτοσεμία αναγνωρίζεται πιο συχνά σε βρέφη και συχνά διαγιγνώσκεται μέσω νεογνικών εξετάσεων. Η διατροφή με περιορισμό ή αποφυγή προϊόντων που περιέχουν γαλακτόζη είναι αναγκαία για τη διαχείριση της κατάστασης.
Η λέξη "galactosemia" χρησιμοποιείται κυρίως στο ιατρικό και επιστημονικό περιβάλλον. Δεν είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο και δεν συναντάται συχνά σε περιστασιακές συζητήσεις.
Το μωρό διαγνώστηκε με γαλακτοσεμία λίγο μετά τη γέννηση.
Managing galactosemia requires a strict diet free from lactose.
Η διαχείριση της γαλακτοσεμίας απαιτεί μια αυστηρή διατροφή χωρίς λακτόζη.
Families affected by galactosemia need support and education about dietary restrictions.
Η λέξη "galactosemia" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, η κλινική της σημασία μπορεί να συνδεθεί με συζητήσεις που σχετίζονται με ιατρικές προειδοποιήσεις. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που αναφέρονται στην κατάσταση:
Η ζωή με τη γαλακτοσεμία απαιτεί προσοχή στις επιλογές τροφίμων.
People with galactosemia often need to read labels carefully.
Οι άνθρωποι με γαλακτοσεμία συχνά χρειάζεται να διαβάζουν προσεκτικά τις ετικέτες.
Galactosemia is a reminder of the importance of genetic screening.
Η λέξη "galactosemia" προέρχεται από το ελληνικό "galactos" (γάλα) και "aemia" (κατάσταση/παθολογία του αίματος), υποδεικνύοντας την παρουσία γαλακτόζης στο αίμα.
Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα για την "γαλακτοσεμία", καθώς αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη ιατρική κατάσταση. Ωστόσο, μπορεί να θεωρηθεί αντώνυμο η "υγειονομική κατάσταση" χωρίς μεταβολικές διαταραχές.