Επίρρημα (adverb)
/ˈɡæl.ənt.li/
Η λέξη "gallantly" σημαίνει να ενεργείς με γενναιότητα, ιπποτικότητα ή θαρραλέα. Χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει την ίπποτη ή την ευγενική συμπεριφορά ενός ατόμου, ειδικά σε καταστάσεις που απαιτούν ηρωισμό ή θάρρος.
Συχνότητα χρήσης:
Η λέξη "gallantly" δεν είναι πολύ κοινή στην καθημερινή γλώσσα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε γραπτά κείμενα ή στον προφορικό λόγο σε πιο επίσημες ή λογοτεχνικές καταστάσεις.
He gallantly offered his seat to the elderly woman on the bus.
Γενναία προσέφερε τη θέση του στην ηλικιωμένη γυναίκα στο λεωφορείο.
She gallantly faced the challenges that came her way.
Η ίδια αντιμετώπισε γενναία τις προκλήσεις που πέρασαν από το δρόμο της.
Η λέξη "gallantly" δεν είναι ιδιαίτερα συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μερικές περιπτώσεις:
Gallantly going above and beyond
Η γενναιότητα να ξεπεράσει κανείς τον εαυτό του.
He gallantly goes above and beyond to help his friends.
Γενναία ξεπερνά τον εαυτό του για να βοηθήσει τους φίλους του.
Gallantly standing up for what is right
Η γενναία στάση για το σωστό.
She gallantly stood up for what is right, even when it was difficult.
Η ίδια στάθηκε γενναία για το σωστό, ακόμα και όταν ήταν δύσκολο.
Gallantly protecting those in need
Η ιπποτική προστασία σε αυτούς που χρειάζονται βοήθεια.
The knight gallantly protected those in need during the battle.
Ο ιππότης προστάτευσε ιπποτικά αυτούς που χρειάζονταν βοήθεια κατά τη διάρκεια της μάχης.
Η λέξη "gallantly" προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "galant" που σημαίνει "γενναίος" ή "ιπποτικός", η οποία έχει τις ρίζες της στο λατινικό "gallans", το οποίο σημαίνει "γενναιόδωρος" ή "ευγενής".
Συνώνυμα: - bravely - heroically - nobly
Αντώνυμα: - cowardly - timidly - fearfully