Galvanometric είναι επίθετο.
/ɡælvəˈnɒmətɪk/
Η λέξη "galvanometric" σχετίζεται με τη μέτρηση ηλεκτρικών ρευμάτων ή τάσεων μέσω γαλβανόμετρων, τα οποία είναι όργανα που μετρούν την ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος. Χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και τεχνικά πλαίσια, και η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
Οι γαλβανόμετρες μετρήσεις ήταν κρίσιμες για το πείραμα.
A galvanometric device can provide accurate readings of electric current.
Η λέξη "galvanometric" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε κοινές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδεθεί με μερικές τεχνικές φράσεις.
Η γαλβανόμετρη κλίμακα υποδηλώνει τη ακριβή ροή ρεύματος.
Accurate galvanometric readings can inform electrical safety protocols.
Οι ακριβείς γαλβανόμετρες μετρήσεις μπορούν να ενημερώσουν τα πρωτόκολλα ηλεκτρικής ασφάλειας.
Researchers rely on galvanometric analysis to improve device efficiency.
Η λέξη "galvanometric" προέρχεται από το όνομα του Ιταλού φυσικού Λουίτζι Γκαλβάνι και τη λέξη "metric", που σημαίνει "μέτρηση".
Συνώνυμα: 1. Electrical measurement 2. Current measurement
Αντώνυμα: 1. Non-electrical 2. Unmeasured