Gamp είναι ουσιαστικό.
/ɡæmp/
Η λέξη "gamp" αναφέρεται συνήθως σε ένα μεγάλο ή αδιάβροχο παλτό, ή μια ομπρέλα που είναι αρκετά μεγάλη ώστε να προστατεύει από τη βροχή. Δεν χρησιμοποιείται πολύ συχνά στη σύγχρονη αγγλική γλώσσα, αλλά είναι κυρίως γνωστή από το λογοτεχνικό έργο και μπορεί να εμφανίζεται κυρίως σε καταστάσεις που αναφέρονται σε καιρικές συνθήκες. Η χρήση της είναι περισσότερο γραπτή παρά προφορική.
She opened her gamp to shield herself from the sudden downpour.
(Άνοιξε το παλτό της για να προστατευτεί από την ξαφνική καταρρακτώδη βροχή.)
The old man always carried his gamp on rainy days.
(Ο γέρος πάντα κρατούσε το παλτό του τις βροχερές μέρες.)
I forgot my gamp at home and got soaked.
(Ξέχασα το παλτό μου στο σπίτι και βράχηκα.)
Η λέξη "gamp" δεν είναι συνήθως μέρος γνωστών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να συνδυαστεί συνήθως με άλλες λέξεις για να τονίσει τον χαρακτήρα ενός αντικειμένου. Ίσως μπορεί να περιγραφούν καταστάσεις με ιδιωματική χρήση όπως:
"She had a gamp that was as large as a tent."
(Είχε ένα παλτό που ήταν όσο ένα τέντα.)
"Don't forget to take your gamp; it looks like rain."
(Μην ξεχάσεις να πάρεις το παλτό σου, φαίνεται ότι θα βρέξει.)
"He always chooses the brightest gamp to stand out in a crowd."
(Πάντα επιλέγει το πιο φωτεινό παλτό για να ξεχωρίζει σε ένα πλήθος.)
Η λέξη "gamp" προέρχεται από τον όρο που χρησιμοποιείται στο λογοτεχνικό έργο του σκηνοθέτη και συγγραφέα H.W. Lucy, όπου αναφερόταν σε ένα μεγάλο, ανθεκτικό παλτό. Μπορεί επίσης να έχει καταγωγή από τη "gamgee", μια μορφή βαμβακερού υφάσματος.
Συνώνυμα: - Umbrella - Raincoat
Αντώνυμα: - Sunshade (σκούρα για τον ήλιο) - Light coat (ελαφρύ παλτό)