Το "gas stove" είναι ουσιαστικό.
/gæs stoʊv/
Το "gas stove" αναφέρεται σε μια συσκευή, συνήθως σε μια κουζίνα, που χρησιμοποιεί φυσικό αέριο ή προπανίου για να θερμάνει και να μαγειρέψει φαγητό. Είναι μια κοινή επιλογή στις περισσότερες κουζίνες κατ' οίκον και χρησιμοποιείται ευρέως. Στη γλώσσα των Αγγλόφωνων, το "gas stove" χρησιμοποιείται συχνά σε όρους μαγειρικής και οικιακής γενιάς, με αυξανόμενη συχνότητα χρήσης και στη σχετική γραπτή και προφορική γλώσσα.
I prefer cooking on a gas stove because it heats up quickly.
Προτιμώ να μαγειρεύω σε μια σόμπα αερίου γιατί ζεσταίνεται γρήγορα.
The gas stove needs to be cleaned regularly to function properly.
Η σόμπα αερίου χρειάζεται τακτικό καθαρισμό για να λειτουργεί σωστά.
You should ensure the gas stove is turned off when you're done cooking.
Πρέπει να βεβαιωθείς ότι η σόμπα αερίου είναι κλειστή όταν τελειώσεις το μαγείρεμα.
Η φράση "gas stove" συνήθως δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να γίνει μέρος κάποιων εκφράσεων σχετικών με τη μαγειρική ή τις περιβαλλοντικές ανησυχίες:
"Don't play with the gas stove, it's dangerous!"
Μην παίζεις με τη σόμπα αερίου, είναι επικίνδυνη!
"This recipe works best on a gas stove."
Αυτή η συνταγή λειτουργεί καλύτερα σε μια σόμπα αερίου.
"A gas stove can save you time in the kitchen."
Μια σόμπα αερίου μπορεί να σου εξοικονομήσει χρόνο στην κουζίνα.
"Make sure the gas stove is well ventilated."
Βεβαιώσου ότι η σόμπα αερίου είναι καλά αεριζόμενη.
"Cooking with a gas stove gives you more control over the flame."
Το μαγείρεμα με μια σόμπα αερίου σου δίνει περισσότερη ευχέρεια στην φωτιά.
Η λέξη "gas" προέρχεται από την γαλλική λέξη "gaz", που δημιουργήθηκε από τον flemish χημικό Jan Baptist van Helmont τον 17ο αιώνα. Η λέξη "stove" προέρχεται από την παλαιοαγγλική λέξη "stufa", που σημαίνει "θερμαινόμενο δωμάτιο".
Συνώνυμα: - cooker - range
Αντώνυμα: - electric stove (ηλεκτρική σόμπα) - induction stove (σόμπα επαγωγής)