Ουσιαστικό
/gæs wɛl/
Στο αγγλικό γλωσσικό πλαίσιο, η λέξη "gas-well" αναφέρεται σε μια γεώτρηση που έχει κατασκευαστεί για την εξαγωγή φυσικού αερίου από το υπέδαφος. Αυτές οι γεωτρήσεις είναι κρίσιμες στη βιομηχανία ενέργειας και χρησιμοποιούνται ευρέως για την εκμετάλλευση αποθεμάτων φυσικού αερίου. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε τεχνικά και βιομηχανικά κείμενα.
Το νέο πηγάδι αερίου θα αυξήσει την παραγωγή φυσικού αερίου στην περιοχή.
Environmental concerns have been raised about the impact of gas-wells on local ecosystems.
Η λέξη "gas-well" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με τον τομέα της ενέργειας και της γεωλογίας. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα που σχετίζονται με τη βιομηχανία ενέργειας.
“Η έκρηξη των πηγαδιών αερίου έχει μεταμορφώσει την τοπική οικονομία.”
"Investors are cautious about new gas-wells due to fluctuating market prices."
“Οι επενδυτές είναι προσεκτικοί σχετικά με νέα πηγάδια αερίου λόγω των μεταβλητών τιμών της αγοράς.”
"Exploration teams are constantly searching for new gas-wells to tap into."
Η λέξη "gas" προέρχεται από την ελληνική λέξη "gaza" και αργότερα από τα γαλλικά "gaz", ενώ "well" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "wella", που σημαίνει «πηγή» ή «ρεύμα».
Συνώνυμα: - φυσικό αέριο (natural gas source) - γεώτρηση αερίου (gas drilling)
Αντώνυμα: - πηγάδι νερού (water well) - πηγή πετρελαίου (oil well)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα σχετικά με τη λέξη "gas-well" και τις σχετικές πτυχές της.