Το "gash" είναι ουσιαστικό και ρήμα.
/gæʃ/
Το "gash" αναφέρεται σε ένα βαθύ ή εκτεταμένο τραύμα ή σχίσιμο στο δέρμα ή σε κάποια άλλη επιφάνεια. Στη γλώσσα των Αγγλόφωνων, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει τραυματισμούς που προκαλούνται από αιχμηρά αντικείμενα.
Η λέξη "gash" δεν είναι από τις πιο συχνές λέξεις στην καθομιλουμένη, αλλά χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά ή τεχνικά πλαίσια.
Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και στον γραπτό λόγο μπορεί να εμφανίζεται πιο συχνά σε ιατρικά κείμενα ή αναφορές.
The soldier sustained a deep gash on his arm during the battle.
Ο στρατιώτης υπέστη ένα βαθύ τραύμα στο χέρι του κατά τη διάρκεια της μάχης.
Be careful with the knife; you might get a gash if you’re not careful.
Πρόσεχε με το μαχαίρι; Μπορεί να πάθεις ένα τραύμα αν δεν είσαι προσεκτικός.
The car accident left a gash in the side of the vehicle.
Το αυτοκινητιστικό ατύχημα άφησε ένα σχίσιμο στο πλάι του οχήματος.
Η λέξη "gash" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει κάποιες εκφράσεις:
To gash oneself – To accidentally harm oneself with a sharp object.
Να τραυματίσεις τον εαυτό σου – Να βλάψεις τυχαία τον εαυτό σου με ένα αιχμηρό αντικείμενο.
Example: Be careful while cutting vegetables; you don’t want to gash yourself.
Πρόσεχε καθώς κόβεις τα λαχανικά; Δεν θέλεις να τραυματίσεις τον εαυτό σου.
A gash of blood – A significant and deep wound that is bleeding.
Ένα τραύμα με αίμα – Ένα σημαντικό και βαθύ τραύμα που αιμορραγεί.
Example: The doctor had to treat a gash of blood from the patient’s leg.
Ο γιατρός έπρεπε να περιποιηθεί ένα τραύμα με αίμα από το πόδι του ασθενούς.
Η λέξη "gash" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "gæsch", η οποία σημαίνει "έγκαυμα" ή "άνοιγμα".
Συνώνυμα:
- Cut (κόψιμο)
- Laceration (τραυματισμός)
Αντώνυμα:
- Heal (θεραπεία)
- Mend (επισκευή)
Ελπίζω αυτές οι πληροφορίες να είναι χρήσιμες!