Ουσιαστικό
/gæstəˈrɒnəmɪst/
Η λέξη "gastronomist" αναφέρεται σε ένα άτομο που έχει εξειδικευμένες γνώσεις και ενδιαφέρον για τη γαστρονομία, δηλαδή την τέχνη της μαγειρικής και της προετοιμασίας φαγητού, καθώς και την κουλτούρα που την περιβάλλει. Ο γαστρονόμος συχνά ερευνά και εξερευνά τις διάφορες πτυχές των τροφών, των γεύσεων και των γευστικών συνδυασμών, και μπορεί να ασχολείται με την κριτική φαγητού, τις συνταγές ή τη διατροφή.
Χρήση: Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά και επιστημονικά πλαίσια, αλλά μπορεί να βρεθεί και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε γαστρονομικές συζητήσεις.
Ο γαστρονόμος εξερεύνησε νέες γεύσεις στην τοπική κουζίνα.
As a gastronomist, she often attends food festivals to expand her knowledge.
Ως γαστρονόμος, συχνά παρακολουθεί φεστιβάλ τροφίμων για να επεκτείνει τις γνώσεις της.
The book written by the gastronomist delves into the history of spices.
Παρά τον χαρακτηριστικό περιορισμό της λέξης, ο γαστρονόμος μπορεί να συμμετέχει σε πολλές ιδιωματικές προτάσεις που σχετίζονται με τη γαστρονομία:
"Μια γαστρονόμος στην καρδιά, αγαπά να πειραματίζεται με συνταγές."
"He became a gastronomist after years of working in top restaurants."
"Έγινε γαστρονόμος μετά από χρόνια εργασίας σε κορυφαία εστιατόρια."
"In the world of gastronomy, the gastronomist is a key player."
"Στον κόσμο της γαστρονομίας, ο γαστρονόμος είναι ένας κεντρικός παίκτης."
"The gastronomist's palate is finely tuned to recognize subtle flavors."
"Ο γευστικός κάλος του γαστρονόμου είναι λεπτορυθμισμένος ώστε να αναγνωρίζει λεπτές γεύσεις."
"Many aspiring chefs look up to the successful gastronomist for inspiration."
Η λέξη "gastronomist" προέρχεται από το γαλλικό "gastronomie", που σημαίνει τη μελέτη και την τέχνη του φαγητού και της μαγειρικής. Η ρίζα "gastro-" προέρχεται από το ελληνικό "gaster" (οποίος σημαίνει στομάχι), ενώ το "-nomy" σημαίνει νόμος ή μελέτη. Έτσι, η ελληνική ρίζα και η γαλλική σύνθεση αποδίδουν την έννοια της μελέτης της τροφής.
Συνώνυμα: - Γαστρονόμος - Γαστρονομικός αναλυτής
Αντώνυμα: - Ανίκανος στην μαγειρική - Μη γαστρονομικός (σε επίπεδο γνώσεων)