Ουσιαστικό
/gɪr/
Το "gear" χρησιμοποιείται στην αγγλική γλώσσα για να αναφερθεί σε μηχανικά μέρη που μεταδίδουν δύναμη ή κίνηση, όπως γρανάζια, μηχανισμούς, κτλ. Επίσης, μπορεί να σημαίνει εξοπλισμός, στολισμός, ή ακόμη και τρόπος προσαρμογής σε μια συγκεκριμένη κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
Ρήμα: gear - Ενεστώτας: gear - Παρατατικός: geared - Αόριστος: geared
gearing
Το "gear" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα αγγλικά. Ας δούμε μερικά παραδείγματα: 1. 'Get into gear' - Αρχίζω να δουλεύω σκληρά ή να προσαρμόζομαι σε μια νέα κατάσταση. (Ξεκινάω να δουλεύω σκληρά ή να επικεντρώνομαι στη δουλειά μου.) - After the holidays, I need to get back into gear with my studies. (Μετά τις διακοπές, πρέπει να επανέλθω στο ρυθμό με τις σπουδές μου.)
The last-minute changes really threw a monkey wrench in the gears of the project. (Οι αλλαγές την τελευταία στιγμή πραγματικά δημιούργησαν προβλήματα στο έργο.)
'Change gears' - Να αλλάξει κατεύθυνση ή τον τρόπο προσέγγισης κάτι. (Αλλάζω κατεύθυνση ή στρατηγική.)
I think we need to change gears and try a different approach to this problem. (Νομίζω πρέπει να αλλάξουμε κατεύθυνση και να δοκιμάσουμε μια διαφορετική προσέγγιση σε αυτό το πρόβλημα.)
'Grease someone's gears' - Να βοηθήσεις κάποιον, να του φέρεις χαρά ή ικανοποίηση. (Φέρνω χαρά σε κάποιον ή τον βοηθώ να ικανοποιηθεί.)
Το "gear" προέρχεται από τον Μέσο Αγγλικό όρο "gere, gier" που σημαίνει γρανάζι ή επιθυμία.
Συνώνυμα: equipment, apparatus, tackle Αντώνυμα: disarray, disorder, mess