Ρήμα
/gəˈlæt.ɪ.neɪt/
Η λέξη "gelatinate" αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία μία ουσία (συνήθως ένα υγρό ή ένα μείγμα) μετατρέπεται σε ζελατινώδη κατάσταση, συνήθως με την προσθήκη ζελατίνης ή άλλων παρόμοιων ουσιών. Χρησιμοποιείται κυρίως στη μαγειρική και τη βιομηχανία τροφίμων. Είναι λιγότερο κοινό στο γραπτό λόγο σε σύγκριση με τον προφορικό λόγο, παρόλο που παρουσιάζεται σε ορισμένα ακαδημαϊκά πλαίσια.
To gelatinate the dessert, you need to heat the mixture slowly.
Για να ζελατινοποιήσεις το επιδόρπιο, πρέπει να ζεστάνεις το μείγμα αργά.
The chef decided to gelatinate the fruit for a more interesting texture.
Ο σεφ αποφάσισε να ζελατινοποιήσει τα φρούτα για μια πιο ενδιαφέρουσα υφή.
It is important to gelatinate thoroughly for the best results.
Είναι σημαντικό να ζελατινοποιήσεις καλά για τα καλύτερα αποτελέσματα.
Ενώ η λέξη "gelatinate" δεν συναντάται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, υπάρχουν ορισμένες φράσεις που σχετίζονται με τη διαδικασία ή το αποτέλεσμα της ζελατινοποίησης:
To gelatinate a plan
(να ζελατινοποιήσεις ένα σχέδιο)
Meaning: To stabilize or solidify a plan more firmly.
Σημασία: Να σταθεροποιήσεις ή να εδραιώσεις ένα σχέδιο πιο στέρεα.
Η πρόταση: We need to gelatinate the plan before presenting it.
Χρειαζόμαστε να ζελατινοποιήσουμε το σχέδιο πριν το παρουσιάσουμε.
Gelatinous character
(ζελατινώδης χαρακτήρας)
Meaning: Something that has a squishy or unstable nature.
Σημασία: Κάτι που έχει μια μαλακή ή ασταθή φύση.
Η πρόταση: His arguments had a gelatinous character, lacking firm basis.
Τα επιχειρήματά του είχαν έναν ζελατινώδη χαρακτήρα, λείποντας μια στέρεη βάση.
To gelatinate the conversation
(να ζελατινοποιήσεις τη συζήτηση)
Meaning: To make a conversation more coherent or structured.
Σημασία: Να κάνεις μια συζήτηση πιο συνεκτική ή δομημένη.
Η πρόταση: We should gelatinate the conversation for better understanding.
Πρέπει να ζελατινοποιήσουμε τη συζήτηση για καλύτερη κατανόηση.
Η λέξη "gelatinate" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "gélatine", που σημαίνει ζελατίνη, και έχει τις ρίζες της στη λατινική λέξη "gelare", που σημαίνει "παγώνω" ή "σφίγγω".
Συνώνυμα: - Coagulate (πηκτώσω) - Thicken (παχύνεω)
Αντώνυμα: - Liquefy (υγροποιώ) - Dissolve (διαλύω)