Genealogist: ουσιαστικό
/ˌdʒiːniəˈlɑːdʒɪst/
Ένας genealogist είναι ένα άτομο που μελετά και αναλύει τις οικογενειακές σχέσεις και τη γενεαλογία. Συνήθως, οι γενεαλόγοι συλλέγουν και ερμηνεύουν δεδομένα από διάφορες πηγές όπως έγγραφα, αρχεία, και προφορικές παραδόσεις, προκειμένου να κατανοήσουν την οικογενειακή ιστορία. Η χρήση της λέξης είναι συχνότερη στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε προφορικές συζητήσεις ιδιαίτερα σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την ιστορία ή την οικογένεια.
The genealogist researched my family tree for several generations.
(Ο γενεαλόγος ερεύνησε το οικογενειακό δέντρο μου για αρκετές γενιές.)
A professional genealogist can help you trace your ancestry effectively.
(Ένας επαγγελματίας γενεαλόγος μπορεί να σας βοηθήσει να εντοπίσετε την καταγωγή σας αποτελεσματικά.)
Many people turn to a genealogist to understand their heritage better.
(Πολλοί άνθρωποι απευθύνονται σε έναν γενεαλόγο για να κατανοήσουν καλύτερα την κληρονομιά τους.)
Η λέξη "genealogist" δεν είναι πολύ διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά παρακάτω υπάρχουν κάποιες προτάσεις που μπορεί να δώσουν έμφαση στον ρόλο και την εργασία του γενεαλόγου:
As a genealogist, I always say that every family has a story waiting to be discovered.
(Ως γενεαλόγος, πάντα λέω ότι κάθε οικογένεια έχει μια ιστορία που περιμένει να ανακαλυφθεί.)
The work of a genealogist is like piecing together a lost puzzle.
(Η δουλειά ενός γενεαλόγου είναι σαν να συναρμολογείς ένα χαμένο παζλ.)
Being a genealogist requires patience and a keen eye for detail.
(Η εργασία ως γενεαλόγος απαιτεί υπομονή και μια προσεκτική ματιά στις λεπτομέρειες.)
Η λέξη "genealogist" προέρχεται από την ελληνική λέξη "γενεαλογία" (genea, που σημαίνει «γενιά» ή «οικογένεια», και logos, που σημαίνει «λόγος» ή «σπουδή»), με το «-ist» να προσδιορίζει το άτομο που ασχολείται με αυτή τη σπουδή.