Ο όρος "general osteoporosis" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/gɛnərəl ˌoʊpəˈroʊsɪs/
Η "γενική οστεοπόρωση" αναφέρεται σε μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση της οστικής πυκνότητας, καθιστώντας τα οστά πιο αδύναμα και επιρρεπή σε κατάγματα. Αυτή η κατάσταση συνήθως εξελίσσεται χωρίς προειδοποίηση και μπορεί να επηρεάσει οποιονδήποτε, ιδίως τις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και τους ηλικιωμένους άνδρες και γυναίκες. Χρησιμοποιείται ευρέως τόσο στον ιατρικό τομέα όσο και στην καθημερινή γλώσσα.
Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως σε ιατρικές εκθέσεις, άρθρα και ενημερωτικά κείμενα σχετικά με την υγεία.
The doctor diagnosed her with general osteoporosis after her fracture.
Ο γιατρός την διαπίστωσε με γενική οστεοπόρωση μετά το κάταγμα της.
General osteoporosis can lead to serious health issues if not treated.
Η γενική οστεοπόρωση μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας αν δεν θεραπευτεί.
Regular exercise can help manage general osteoporosis effectively.
Η τακτική άσκηση μπορεί να βοηθήσει στη διαχείριση της γενικής οστεοπόρωσης αποτελεσματικά.
Ο όρος "osteoporosis" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις σχετικές με την Υγεία:
"She's in the early stages of osteoporosis."
Αυτή είναι στα πρώιμα στάδια της οστεοπόρωσης.
"He takes medication to strengthen his bones due to osteoporosis."
Αυτός παίρνει φάρμακα για να δυναμώσει τα κόκαλά του λόγω οστεοπόρωσης.
"Preventing osteoporosis should be a priority for older adults."
Η πρόληψη της οστεοπόρωσης θα πρέπει να είναι προτεραιότητα για τους ηλικιωμένους.
Ο όρος "osteoporosis" προέρχεται από τα ελληνικά: "osteon" (οστό) και "poros" (πόρος), υποδηλώνοντας την "πορώδη" ή "τρυπητή" φύση των οστών που παρατηρείται σε αυτήν την κατάσταση.
Συνώνυμα:
- Οστεοπόρωση
Αντώνυμα:
- Οστική πυκνότητα (normal bone density)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τον όρο "general osteoporosis" με λεπτομερώς και ταυτόχρονα παρέχουν μια ευρεία εικόνα για τη σημασία του στη γλώσσα και την ιατρική κοινότητα.