general osteoporosis - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

general osteoporosis (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ο όρος "general osteoporosis" λειτουργεί ως ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/gɛnərəl ˌoʊpəˈroʊsɪs/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία της λέξης

Η "γενική οστεοπόρωση" αναφέρεται σε μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση της οστικής πυκνότητας, καθιστώντας τα οστά πιο αδύναμα και επιρρεπή σε κατάγματα. Αυτή η κατάσταση συνήθως εξελίσσεται χωρίς προειδοποίηση και μπορεί να επηρεάσει οποιονδήποτε, ιδίως τις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και τους ηλικιωμένους άνδρες και γυναίκες. Χρησιμοποιείται ευρέως τόσο στον ιατρικό τομέα όσο και στην καθημερινή γλώσσα.

Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως σε ιατρικές εκθέσεις, άρθρα και ενημερωτικά κείμενα σχετικά με την υγεία.

Παραδείγματα προτάσεων

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος "osteoporosis" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις σχετικές με την Υγεία:

Ετυμολογία

Ο όρος "osteoporosis" προέρχεται από τα ελληνικά: "osteon" (οστό) και "poros" (πόρος), υποδηλώνοντας την "πορώδη" ή "τρυπητή" φύση των οστών που παρατηρείται σε αυτήν την κατάσταση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- Οστεοπόρωση

Αντώνυμα:
- Οστική πυκνότητα (normal bone density)

Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τον όρο "general osteoporosis" με λεπτομερώς και ταυτόχρονα παρέχουν μια ευρεία εικόνα για τη σημασία του στη γλώσσα και την ιατρική κοινότητα.



25-07-2024