Generalcy (γενική ύπαρξη) είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈdʒɛnərəlsi/
Η λέξη "generalcy" δεν είναι ευρέως αναγνωρισμένη στην αγγλική γλώσσα και μπορεί να θεωρείται ένας μη τυπικός όρος που αναφέρεται σε μια κατάσταση ή ποιότητα που σχετίζεται με το γενικό ή το ομαδικό. Αυτή η έννοια μπορεί να χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένα πλαίσια, αλλά δεν είναι μια συχνή λέξη και έχει περιορισμένη χρήση τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο.
"Η έννοια της γενικής ύπαρξης επιτρέπει στις ομάδες να λειτουργούν αποτελεσματικά."
"In discussions of generalcy, it's important to consider individual contributions."
Δεδομένου ότι η λέξη "generalcy" δεν είναι κοινή στην αγγλική γλώσσα, δεν υπάρχουν γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις που να την περιλαμβάνουν. Ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθεί ότι ο όρος μπορεί να συνδυάζεται με γενικές έννοιες όπως "general consensus" (γενική συναίνεση) ή "general understanding" (γενική κατανόηση).
Ο όρος "generalcy" πιθανότατα προέρχεται από τη λέξη "general", που σημαίνει "γενικός" ή "κοινός". Η κατάληξη "-cy" προστίθεται για να σχηματίσει μια επονομασία που αναφέρεται σε μια κατάσταση ή ποιότητα.
Συνώνυμα: - Uniqueness (μοναδικότητα) - Commonality (κοινοτικότητα)
Αντώνυμα: - Specificity (ειδικότητα) - Particularity (ιδιαιτερότητα)
Η λέξη "generalcy" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη και μπορεί να μην εμφανίζεται σε έγκυρα λεξικά. Για αυτή την περίπτωση, μπορεί να ληφθεί υπόψη η ερμηνεία της σε συγκεκριμένα πλαίσια, αν και αυτό είναι περιορισμένο.