generalized measure - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

generalized measure (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Το "generalized measure" αποτελεί φράση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό.

Φωνητική Μεταγραφή

/gɛnəraˌlaɪzd ˈmɛʒər/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της Λέξης

Ο όρος "generalized measure" αναφέρεται σε μια αφηρημένη έννοια μέτρησης που επεκτείνει την παραδοσιακή έννοια της μέτρησης σε πιο σύνθετες ή γενικές καταστάσεις. Η έννοια χρησιμοποιείται συνήθως σε μαθηματικά, στατιστική και θεωρία μέτρησης στην επιστήμη των δεδομένων.

Η φράση ενδέχεται να σχετίζεται με την ιδέα ότι οι μετρήσεις δεν περιορίζονται σε απλές ή άμεσες παρατηρήσεις, αλλά περιλαμβάνουν και πιο πολύπλοκες, αφηρημένες μεθόδους αξιολόγησης και σύγκρισης.

Η συχνότητα χρήσης της φράσης "generalized measure" είναι σχετικά υψηλή σε ακαδημαϊκά κείμενα, ερευνητικές δημοσιεύσεις και επαγγελματικά περιβάλλοντα, σε αντίθεση με τον προφορικό λόγο, όπου οι πιο απλοί όροι χρησιμοποιούνται συχνότερα.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. The researcher proposed a new generalized measure to assess the quality of the data collected.
    Ο ερευνητής πρότεινε μια νέα γενικευμένη μέτρηση για να αξιολογήσει την ποιότητα των δεδομένων που έχουν συλλεχθεί.

  2. In his study, he defined a generalized measure of central tendency.
    Στη μελέτη του, καθόρισε μια γενικευμένη μέτρηση της κεντρικής τάσης.

  3. The concept of a generalized measure is critical in understanding complex systems.
    Η έννοια μιας γενικευμένης μέτρησης είναι κρίσιμη για την κατανόηση των πολύπλοκων συστημάτων.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Αν και η φράση "generalized measure" δεν έχει ευρέως αναγνωρισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, η ίδια η έννοια μπορεί να σχετιστεί με κάποιες εκφράσεις στον τομέα των μαθηματικών και των κοινωνικών επιστημών. Παρακάτω παρατίθενται κάποιες σχετικές προτάσεις:

  1. The success of the project was evaluated using a generalized measure of effectiveness.
    Η επιτυχία του έργου αξιολογήθηκε χρησιμοποιώντας μια γενικευμένη μέτρηση αποτελεσματικότητας.

  2. Researchers often rely on a generalized measure of variance to understand the variability in data sets.
    Οι ερευνητές συχνά βασίζονται σε μια γενικευμένη μέτρηση διασποράς για να κατανοήσουν την ποικιλία στα σετ δεδομένων.

  3. A generalized measure of happiness can help gauge societal well-being.
    Μια γενικευμένη μέτρηση ευτυχίας μπορεί να βοηθήσει στην εκτίμηση της ευημερίας της κοινωνίας.

  4. We developed a generalized measure of risk that considers various factors affecting decisions.
    Αναπτύξαμε μια γενικευμένη μέτρηση κινδύνου που λαμβάνει υπόψη διάφορους παράγοντες που επηρεάζουν τις αποφάσεις.

Ετυμολογία

Η λέξη "generalized" προέρχεται από το λατινικό "generalizare", που σημαίνει "να κάνουν γενικό", ενώ η λέξη "measure" προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη "μέτρον" (metron), που σημαίνει "μέτρο" ή "μέτρηση".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα - abstract measure - extensive measurement

Αντώνυμα - specific measure - precise measurement



25-07-2024