Το "generating station" είναι ουσιαστικό.
/ˈdʒɛnəreɪtɪŋ ˈsteɪʃən/
Το "generating station" αναφέρεται σε μια εγκατάσταση ή εγκατάσταση που παράγει ενέργεια, συνήθως ηλεκτρική ενέργεια. Χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά ή βιομηχανικά συμφραζόμενα. Η χρήση του είναι πιο συχνή στο γραπτό λόγο, ακόμα και αν μπορεί να απαντηθεί σε συνομιλία σχετικά με την ενέργεια ή τη βιομηχανία.
The new generating station will provide electricity to thousands of homes.
Ο νέος σταθμός παραγωγής θα παρέχει ηλεκτρικό ρεύμα σε χιλιάδες σπίτια.
The government is investing in renewable energy generating stations.
Η κυβέρνηση επενδύει σε σταθμούς ανανεώσιμης ενέργειας παραγωγής.
Το "generating station" δεν αποτελεί κατεξοχήν μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο, υπάρχουν κάποιες φράσεις όπου η έννοια του είναι σημαντική στον τομέα της ενέργειας και της βιομηχανίας.
"This generating station is the backbone of our urban infrastructure."
"Αυτός ο σταθμός παραγωγής είναι η ραχοκοκαλιά της αστικής μας υποδομής."
"The efficiency of a generating station can significantly affect the energy costs."
"Η αποτελεσματικότητα ενός σταθμού παραγωγής μπορεί να επηρεάσει σημαντικά το κόστος ενέργειας."
"Investments in generating stations are critical for sustainable growth."
"Οι επενδύσεις σε σταθμούς παραγωγής είναι κρίσιμες για βιώσιμη ανάπτυξη."
Η λέξη "generating" προέρχεται από το ρήμα "generate", που σημαίνει "παράγω". Η λέξη "station" προέρχεται από το λατινικό "statio", που σημαίνει "στάση" ή "θέση".
Συνώνυμα: - Power plant - Energy facility
Αντώνυμα: - Energy consumer (καταναλωτής ενέργειας) - Energy wastage (σπατάλη ενέργειας)