Ο όρος "generic member" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/gəˈnɛrɪk ˈmɛmbər/
Ο όρος "generic member" αναφέρεται σε ένα μέλος που δεν έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή διακριτικά και μπορεί να ισχύει γενικά για μια κατηγορία. Χρησιμοποιείται συχνά σε προγραμματιστικά συμφραζόμενα, ειδικά σε γλώσσες προγραμματισμού όπως η C# και η Java, όταν αναφερόμαστε σε γενικές ή τυποποιημένες κλάσεις ή τύπους. Στη γλώσσα είναι κυρίως γραπτός, αλλά μπορεί να ακούγεται και στον προφορικό λόγο, ειδικά στον τεχνικό τομέα.
Ένα γενικό μέλος της κλάσης επιτρέπει ευελιξία στους τύπους δεδομένων.
The library provides a generic member function that works with various types.
Η βιβλιοθήκη παρέχει μια γενική λειτουργία μέλους που λειτουργεί με διάφορους τύπους.
When defining a generic member, ensure to specify its constraints.
Ο όρος "generic member" συνδέεται συχνά με τεχνικούς όρους και φράσεις στον προγραμματισμό. Ακολουθούν κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Η χρήση ενός γενικού μέλους μπορεί να ενισχύσει την επαναχρησιμοποίηση του κώδικα."
"The API's generic member framework simplifies complex operations."
"Η υποδομή γενικών μελών του API απλοποιεί τις σύνθετες λειτουργίες."
"Developers prefer generic members for better type safety."
"Οι προγραμματιστές προτιμούν τα γενικά μέλη για καλύτερη ασφάλεια τύπου."
"A well-defined generic member can save development time."
"Ένα καλά καθορισμένο γενικό μέλος μπορεί να εξοικονομήσει χρόνο ανάπτυξης."
"Incorporating a generic member is standard practice in object-oriented programming."
Ο όρος "generic" προέρχεται από τη λατινική λέξη "genus", που σημαίνει "γενεά" ή "τύπος", και "member" προέρχεται από τη λατινική λέξη "membrum", που σημαίνει "μέλος" ή "κομμάτι".
Συνώνυμα: - γενικό μέλος → τυποποιημένος τύπος
Αντώνυμα: - συγκεκριμένο μέλος → ειδικός τύπος
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση του όρου "generic member" στην αγγλική γλώσσα και τη χρήση του σε διάφορα συμφραζόμενα.