Genista είναι ουσιαστικό.
/ dʒəˈnɪstə /
Η λέξη genista αναφέρεται σε γένος θάμνων που ανήκουν στην οικογένεια των ψυχανθών (Fabaceae). Τα φυτά αυτής της ομάδας βγαίνουν σε όλο τον κόσμο αλλά είναι περισσότερο διαδεδομένα στη Μεσόγειο. Είναι γνωστά για τα λουλούδια τους και τις φαρμακευτικές τους ιδιότητες.
Το "genista" χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά ή φυτολογικά συμφραζόμενα. Χρησιμοποιείται λιγότερο στην καθημερινή ομιλία και περισσότερα σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε κείμενα εκπαίδευσης ή μελέτης στη βοτανική.
The genista plant is known for its bright yellow flowers.
Το φυτό γενίστα είναι γνωστό για τα φωτεινά κίτρινα λουλούδια του.
In traditional medicine, some species of genista are used for their healing properties.
Στην παραδοσιακή ιατρική, ορισμένα είδη γενίστα χρησιμοποιούνται για τις θεραπευτικές τους ιδιότητες.
The genista bush thrives in rocky soils and sunny locations.
Ο θάμνος γενίστα ευδοκιμεί σε βραχώδη εδάφη και ηλιόλουστες τοποθεσίες.
Η λέξη genista δεν έχει συχνές ή γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις στον αγγλικό λόγο. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιβάλλοντα σχετιζόμενα με την βοτανική ή τη φαρμακευτική:
"The traditional healer often incorporates genista into her remedies."
"Η παραδοσιακή θεραπεύτρια συχνά ενσωματώνει τη γενίστα στα φάρμακά της."
"Gardening enthusiasts appreciate the beauty of genista in their landscapes."
"Οι ενθουσιώδες του κηπουρικής εκτιμούν την ομορφιά της γενίστα στα τοπία τους."
Η λέξη genista προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη "γενίστα", που χρησιμοποιείτο για να περιγράψει αυτά τα φυτά. Η χρήση της έχει επανέλθει στη σύγχρονη βοτανική ορολογία.
Συνώνυμα: - Broom (στον Αγγλικό λόγο αναφέρεται σε κάποια είδη του γένους Genista που είναι γνωστά ως "broom").
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα, καθώς η λέξη σχετίζεται με τη φυτολογία και αναφέρεται σε είδη φυτών. Στη γενικότερη χρησιμοποίησή της δεν έχει αντίθετο.