Ουσιαστικό
/ˈdʒɛnɪtəlz/
Η λέξη "genitals" αναφέρεται στα όργανα του ανθρώπινου ή ζωικού σώματος που σχετίζονται με την αναπαραγωγή και τη σεξουαλική αναπαραγωγή. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά και ανατομικά πλαίσια, καθώς και σε συζητήσεις σχετικά με τη σεξουαλική αγωγή ή την υγεία.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικές συζητήσεις, ιδιαίτερα σε πιο σοβαρές ή επιστημονικές περιστάσεις. Η συχνότητα χρήσης μπορεί να είναι σχετικά χαμηλή σε καθημερινές συζητήσεις αλλά αυξάνεται σε ιατρικά ή εκπαιδευτικά θέματα.
Doctors often educate patients about the importance of genital hygiene.
(Οι γιατροί συχνά εκπαιδεύουν τους ασθενείς για τη σημασία της υγιεινής των γεννητικών οργάνων.)
Many cultures have various customs regarding the treatment of genitals.
(Πολλές κουλτούρες έχουν διάφορα έθιμα σχετικά με τη μεταχείριση των γεννητικών οργάνων.)
Η λέξη "genitals" χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν ορισμένες σχετικές φράσεις που μπορεί να προκύψουν σε συζητήσεις:
"To bare one's genitals"
(Να εκθέτει κανείς τα γεννητικά του όργανα)
This phrase implies a direct act of exposure.
(Αυτή η φράση υποδηλώνει μια άμεση πράξη έκθεσης.)
"Genital mutilation"
(Γενετική ακρωτηρίαση)
This term refers to procedures that intentionally alter or cause injury to the genital organs for non-medical reasons.
(Αυτός ο όρος αναφέρει διαδικασίες που σκοπίμως αλλάζουν ή προκαλούν τραυματισμό στα γεννητικά όργανα για μη ιατρικούς λόγους.)
"To check one's genitals"
(Να ελέγχει κανείς τα γεννητικά του όργανα)
This is often used in the context of health checks or self-examinations.
(Αυτό χρησιμοποιείται συχνά στο πλαίσιο των ελέγχων υγείας ή αυτοεξετάσεων.)
Η λέξη "genital" προέρχεται από τη λατινική λέξη "genitalis", η οποία σημαίνει "αναπαραγωγικός" και σχετίζεται με τη ρίζα "gen-" που σημαίνει "παράγω" ή "γεννώ". Αυτή η ρίζα ενσωματώνει την έννοια της αναπαραγωγής.
Συνώνυμα: - reproductive organs (αναπαραγωγικά όργανα) - sexual organs (σεξουαλικά όργανα)
Αντώνυμα: - non-reproductive organs (μη αναπαραγωγικά όργανα)