Gentianose είναι ουσιαστικό.
/ˌdʒɛn.tʃɪˈeɪ.zeɪs/
Gentianose: γεντιανόζη
Η γεντιανόζη είναι ένας δισακχαρίτης που αποτελείται από δύο μόρια γλυκόζης. Χρησιμοποιείται κυρίως στη βιολογία και τη βιοχημεία, και είναι γνωστός για τις λιγότερο γλυκές γεύσεις του και την ικανότητά του να χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας για μικρούς οργανισμούς και βακτήρια. Η χρήση του είναι πιο συχνή στα επιστημονικά και τεχνικά κείμενα, παρά στον προφορικό λόγο.
Γεντιανόζη μπορεί να είναι πηγή ενέργειας για ορισμένα βακτήρια.
Researchers are studying the properties of gentianose.
Οι ερευνητές μελετούν τις ιδιότητες της γεντιανόζης.
Gentianose is less sweet than sucrose.
Η λέξη «gentianose» δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην Αγγλική γλώσσα, καθώς είναι ένας εξειδικευμένος επιστημονικός όρος. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμεύσει σε προτάσεις σχετικές με την επιστήμη και τη βιολογία.
Στη μικροβιολογία, η γεντιανόζη χρησιμεύει ως πηγή άνθρακα για μαγιά.
The fermentation process can be enhanced with gentianose.
Η διαδικασία ζύμωσης μπορεί να ενισχυθεί με γεντιανόζη.
Gentianose is often compared to other disaccharides in studies.
Η λέξη gentianose προέρχεται από την οικογένεια των φυτών Gentianaceae, από την οποία αντλεί το όνομά της, και το πρόθημα "-ose," που υποδεικνύει ζάχαρη ή δισακχαρίτη.
Συνώνυμα: δισακχαρίτης (γενικά), ίσως γλυκώδης ουσία (γενικά) Αντώνυμα: δεν υπάρχουν άμεσα αντωνυμικά στον επιστημονικό τομέα για συγκεκριμένες ενώσεις όπως η γεντιανόζη, ωστόσο μπορεί να θεωρηθεί ότι άλλοι δισακχαρίτες, που είναι πιο γλυκείς όπως η σουκρόζη, μπορεί να δράσουν ως αντώνυμα στην γεύση.