Gentile είναι επίθετο.
/gɛnˈtɪl/
Η λέξη "gentile" χρησιμοποιείται στην αγγλική γλώσσα για να περιγράψει κάποιον που είναι ευγενικός, ευχάριστος και καλοσυνάτος. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέση, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή σε επίσημες ή λογοτεχνικές περιστάσεις.
Αυτός είναι ένας ευγενής άνθρωπος που πάντα βοηθά τους άλλους.
Her gentile nature makes her popular among her friends.
Η καλοσυνάτη φύση της την καθιστά δημοφιλή ανάμεσα στους φίλους της.
The gentile manners of the host impressed all the guests.
Έχει ένα καλοσυνάτο πνεύμα που τον κάνει προσιτό.
Gentile in heart: Despite the harsh environment, he remained gentile in heart.
Παρά το σκληρό περιβάλλον, παρέμεινε καλοσυνάτος στην καρδιά.
A gentile approach: She took a gentile approach to conflict resolution.
Υιοθέτησε μια καλοσυνάτη προσέγγιση στην επίλυση συγκρούσεων.
Gentile manners: The diplomat was noted for his gentile manners during negotiations.
Ο διπλωμάτης ήταν γνωστός για τις ευγενικές του τρόπους κατά τις διαπραγματεύσεις.
Gentile touch: His gentile touch in music earned him many fans.
Η λέξη "gentile" προέρχεται από το λατινικό "gentilis", που σημαίνει "ανήκων στον ίδιο λαό", και σχετίζεται με τον όρο "gens", που σημαίνει "φυλή" ή "οικογένεια". Στη θεολογία, χρησιμοποιείται για να αναφέρεται στους μη-Εβραίους.
Συνώνυμα: - Polite (ευγενικός) - Courteous (ευγενής) - Gracious (ευχάριστος)
Αντώνυμα: - Rude (αγενής) - Disrespectful (ά disrespectful) - Impolite (αδιάφορος)