(Φράση)
/ˈdʒɛntəl.mən ˈfɑːrmər/
Ο όρος "gentleman farmer" αναφέρεται σε έναν άνδρα που ασκεί τη γεωργία ή την κτηνοτροφία σαν χόμπι ή παράλληλη δραστηριότητα, συνήθως χωρίς να εξαρτάται οικονομικά από αυτήν. Συχνά, οι gentleman farmers προέρχονται από πλούσιες οικογένειες ή έχουν άλλη κύρια επαγγελματική δραστηριότητα. Ο όρος υποδηλώνει μια τάση προς την καλλιέργεια της γης με δίκαιη και ηθική αντίληψη και ενδέχεται να περιλαμβάνει τις παραδοσιακές αξίες της αγροτικής ζωής.
Το "gentleman farmer" χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό λόγο, σχετικά με ιστορικά ή κοινωνικά θέματα που αφορούν την αγροτική ζωή και την κοινωνία. Εμφανίζεται λιγότερο στην καθημερινή προφορική γλώσσα.
Είναι ένας ευγενής αγρότης που περνά τα Σαββατοκύριακά του φροντίζοντας τις καλλιέργειές του.
Many gentleman farmers focus on sustainable practices to preserve the environment.
Πολλοί ευγενείς αγρότες επικεντρώνονται σε βιώσιμες πρακτικές για να διατηρήσουν το περιβάλλον.
The concept of a gentleman farmer has evolved over the years.
"Ζει ως ευγενής αγρότης τα Σαββατοκύριακα."
"Being a gentleman farmer allows him to connect with nature."
"Το να είναι ευγενής αγρότης του επιτρέπει να συνδεθεί με τη φύση."
"The local community celebrates the contributions of gentleman farmers."
"Η τοπική κοινότητα γιορτάζει τις προσφορές των ευγενών αγροτών."
"In literature, the gentleman farmer often symbolizes tradition."
"Στη λογοτεχνία, ο ευγενής αγρότης συχνά συμβολίζει την παράδοση."
"Gentleman farmers are known for their love of heritage breeds."
Η φράση "gentleman farmer" προέρχεται από τον όρο "gentleman," που αναφέρεται σε έναν άνδρα με καλή κοινωνική θέση και εκπαίδευση, και "farmer," που σημαίνει αγρότης ή καλλιεργητής. Η χρήση του όρου χρονολογείται από τον 18ο αιώνα και συνδέεται με την αγροτική ζωή και τις καπιταλιστικές αλλαγές στην Αγγλία.
Συνώνυμα: - Amateur farmer - Hobby farmer
Αντώνυμα: - Professional farmer - Commercial farmer