Noun (ουσιαστικό)
/ˌdʒiːoʊˈsteɪʃənəri ˈsætəlaɪt/
Ο γεωστατικός δορυφόρος είναι ένας τύπος δορυφόρου που περιφέρεται γύρω από τη Γη σε ύψος περίπου 35,786 χιλιομέτρων (22,236 μίλια) και έχει περίοδο περιστροφής ίση με την περίοδο περιστροφής της Γης. Αυτό σημαίνει ότι παραμένει σταθερός σε σχέση με μια συγκεκριμένη θέση πάνω από την επιφάνεια της Γης, κάνοντας με αυτόν τον τρόπο τη χρήση του σε επικοινωνίες, μετεωρολογία και χάρτες. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό περιβάλλον και σπάνια στην καθομιλουμένη. Η χρήση του είναι σχετικά συχνή σε τεχνικούς και επιστημονικούς τομείς.
Ο γεωστατικός δορυφόρος παρέχει συνεχείς υπηρεσίες επικοινωνίας σε απομακρυσμένες περιοχές.
Many weather forecasts rely on data from geostationary satellites.
Πολλές μετεωρολογικές προβλέψεις βασίζονται σε δεδομένα από γεωστατικούς δορυφόρους.
The geostationary satellite orbits the Earth at a fixed position.
Αν και η φράση "geostationary satellite" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στην αγγλική γλώσσα, υπάρχουν ορισμένες χρήσεις της στην τεχνολογία και την επιστήμη που συνδέονται με την έννοια αυτή:
Ο γεωστατικός δορυφόρος είναι κρίσιμο στοιχείο για τις παγκόσμιες τηλεπικοινωνίες.
"With the geostationary satellite in place, we can ensure better internet connectivity."
Με τον γεωστατικό δορυφόρο στη θέση του, μπορούμε να διασφαλίσουμε καλύτερη σύνδεση στο διαδίκτυο.
"The advancements in geostationary satellite technology have revolutionized broadcasting."
Η λέξη "geostationary" προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "geo-" που σημαίνει "Γη" και "stationary" που σημαίνει "σταθερός". Ο όρος "satellite" προέρχεται από τη λατινική λέξη "satelles", που σημαίνει "συνοδός".
Συνώνυμα: - αλλαγή σε τροχιά - δορυφόρος επικοινωνιών
Αντώνυμα: - πολυδιάστατος δορυφόρος (non-geostationary satellite)