Ο συνδυασμός λέξεων "germinal developmental defect" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/gɜːrˈmɪnəl dɪˈvɛləbənt dɪˈfɛkt/
Ο όρος "germinal developmental defect" αναφέρεται σε ανωμαλίες που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της αρχικής φάσης ανάπτυξης ενός οργανισμού, συνήθως κατά την εμβρυακή ανάπτυξη. Μπορεί να περιλαμβάνει διάφορες σωματικές ή λειτουργικές ανωμαλίες που προκύπτουν από γενετικές ή περιβαλλοντικές παραμέτρους. Αυτή η φράση χρησιμοποιείται κυρίως στα ιατρικά και βιολογικά πλαίσια. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, αποφθέγματα, και επιστημονικές δημοσιεύσεις.
Η μελέτη επικεντρώθηκε σε διάφορες γονιδιακές αναπτυξιακές ανωμαλίες σε έμβρυα που προκλήθηκαν από περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Identifying germinal developmental defects early can be crucial for the health of the offspring.
Ο όρος "germinal developmental defect" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εφαρμοστεί σε επιστημονικά και ιατρικά συμφραζόμενα. Ωστόσο, μπορούμε να εξετάσουμε κάποιες σχετικές εκφράσεις:
Η έρευνα στοχεύει να ρίξει φως στις γονιδιακές αναπτυξιακές ανωμαλίες και τις επιπτώσεις τους στην παιδιατρική ιατρική.
The prevalence of germinal developmental defects highlights the need for genetic counseling.
Η συχνότητα των γονιδιακών αναπτυξιακών ανωμαλιών επισημαίνει την ανάγκη για γενετική συμβουλευτική.
Families affected by germinal developmental defects often seek support from specialized organizations.
Συνώνυμα: - Genetic defect (γενετική ανωμαλία) - Congenital anomaly (συγγενής ανωμαλία)
Αντώνυμα: - Normal development (κανονική ανάπτυξη) - Healthy embryo (υγιές έμβρυο)