Η λέξη "germinant" αναφέρεται σε κάτι που είναι αναπτυσσόμενο ή βλαστάνον. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει σπόρια ή φυτά που αρχίζουν να αναπτύσσονται ή να βλασταίνουν. Χρησιμοποιείται κυρίως στο επιστημονικό πλαίσιο, όπως στη βοτανολογία, και έχει χαμηλή συχνότητα χρήσης σε καθημερινές συνομιλίες, γι' αυτό είναι πιο συχνά Παρούσα στο γραπτό κείμενο.
Οι βλαστοί σπόροι χρειάζονται κατάλληλο χώμα και υγρασία για να ευδοκιμήσουν.
It is crucial to monitor the germinant plants during their early stages of growth.
Είναι κρίσιμο να παρακολουθούμε τα αναπτυσσόμενα φυτά κατά τις πρώτες φάσεις ανάπτυξής τους.
Germinant bacteria can play a role in soil health.
Η λέξη "germinant" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, υπάρχουν συσχετισμένες φράσεις που μπορούν να αποδοθούν στο πλαίσιο της ανάπτυξης ή της βλάστησης:
Άφησε τις ιδέες να βλαστήσουν πριν πάρεις απόφαση.
The project is still in its germinant stage, but it shows great potential.
Το έργο είναι ακόμα σε αναπτυσσόμενο στάδιο, αλλά δείχνει μεγάλη προοπτική.
She has a germinant interest in botany that might turn into a career.
Η λέξη "germinant" προέρχεται από τη λατινική λέξη "germinare," που σημαίνει "να βλαστάνει" ή "να αναπτύσσεται."
Sprouting (φυτρώνων)
Αντώνυμα: