germinating ability: Ο όρος είναι ουσιαστικό.
/ˈdʒɜr.mɪ.neɪtɪŋ əˈbɪl.ɪ.ti/
Ο όρος "germinating ability" αναφέρεται στη δυνατότητα ενός σπόρου να βλαστήσει και να αναπτυχθεί σε ένα νέο φυτό. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γεωργικές και βιολογικές επιστήμες για να αναφερθεί στη διαδικασία της βλάστησης και τις συνθήκες που επηρεάζουν αυτή τη διαδικασία.
Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι πιο διαδεδομένη σε επιστημονικά και ακαδημαϊκά κείμενα, παρά στον προφορικό λόγο.
Η ικανότητα βλάστησης των σπόρων δοκιμάστηκε υπό διάφορες συνθήκες.
Scientists study the germinating ability of plants to improve crop yields.
Οι επιστήμονες μελετούν την ικανότητα βλάστησης των φυτών για να βελτιώσουν τις αποδόσεις των καλλιεργειών.
Poor soil conditions can affect the germinating ability of many seeds.
Ο όρος "germinating ability" δεν είναι συνήθως μέρος συνηθισμένων ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά η έννοια της "δημιουργίας" ή "ανάπτυξης" συχνά χρησιμοποιείται σε μεταφορικό επίπεδο σε διάφορες φράσεις.
Το έργο απαιτεί μια ικανότητα βλάσης για να μετατρέψει τις ιδέες σε πραγματικότητα.
In business, germinating ability is crucial for innovation.
Ο όρος προέρχεται από το ρήμα "germinate", το οποίο προέρχεται από το λατινικό "germinare" που σημαίνει "να βλαστάνει ή να αναπτύσσεται". Η λέξη "ability" προέρχεται από το λατινικό "habilitas", που αναφέρεται στη δυνατότητα και την ικανότητα.
Συνώνυμα: - germination capability - seed viability
Αντώνυμα: - stunted growth - non-viability