Φράση
/gɛt ə kəˈmɪʃən/
Η φράση "get a commission" αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία κάποιο άτομο ή οργανισμός λαμβάνει μια αμοιβή για την εκτέλεση μιας υπηρεσίας ή για την πώληση ενός προϊόντος. Αυτή η αμοιβή συνήθως υπολογίζεται ως ποσοστό των πωλήσεων ή των εσόδων που παράγονται από τη συγκεκριμένη ενέργεια. Η φράση χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα των πωλήσεων, της επιχειρηματικότητας και των δημιουργικών επαγγελμάτων.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό λόγο και στο γραπτό πλαίσιο.
I will get a commission for every house I sell.
(Θα αποκτώ προμήθεια για κάθε σπίτι που πουλώ.)
He is hoping to get a commission from the new client.
(Ελπίζει να λάβει προμήθεια από τον νέο πελάτη.)
Real estate agents often get a commission based on the sale price.
(Οι μεσίτες ακινήτων συχνά αποκτούν προμήθεια με βάση την τιμή πώλησης.)
"Get your commission upfront."
(Πάρε την προμήθειά σου μπροστά.)
Χρησιμοποιείται όταν ζητά κάποιος να λάβει την αμοιβή του πριν την ολοκλήρωση της δουλειάς.
"Don't forget to ask if you will get a commission."
(Μην ξεχάσεις να ρωτήσεις αν θα αποκτήσεις προμήθεια.)
Χρησιμοποιείται για να υποδείξει τη σημασία της επικοινωνίας σχετικά με τις αμοιβές.
"He worked hard to get that commission."
(Δούλεψε σκληρά για να αποκτήσει εκείνη την προμήθεια.)
Υποδηλώνει ότι κάποιος έχει επενδύσει χρόνο και προσπάθεια για να κερδίσει την αμοιβή του.
"Make sure to negotiate your commission."
(Βεβαιώσου ότι θα διαπραγματευτείς την προμήθειά σου.)
Σημαντικό σημείο κατά την εκτέλεση συμφωνιών.
Η λέξη "commission" προέρχεται από το λατινικό "commissio", που σημαίνει "ανάθεση ή αποστολή", από το ρήμα "committere" που σημαίνει "αυτή η πράξη".
Συνώνυμα:
- αμοιβή
- προμήθεια
Αντώνυμα:
- ποινή
- πηγή εσόδων (σε άλλες περιπτώσεις, όπως το να μην παρέχεις υπηρεσίες στον πελάτη).