Το "gibingly" είναι επίρρημα.
/gɪbɪŋli/
Η λέξη "gibingly" σημαίνει να λέγεται κάτι με πνεύμα ειρωνείας ή σαρκασμού. Χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει την αίσθηση ότι κάποιος εκφράζεται με απόχρωση ειρωνείας, συχνά με σκοπό να χλευάσει ή να κριτικάρει. Στην αγγλική γλώσσα, η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτό κείμενο.
Μίλησε ειρωνικά για την νέα πολιτική στη συνάντηση.
She always replies gibingly when someone asks for her opinion.
Η λέξη "gibingly" δεν είναι συχνά δεσμευμένη σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε προτάσεις που εκφράζουν ειρωνεία ή χλευασμό.
Έκανε μια ειρωνική παρατήρηση κατά τη διάρκεια της συζήτησης.
The comedian often gibingly mocks current events.
Ο κωμικός συχνά σαρκαστικά κοροϊδεύει τα τρέχοντα γεγονότα.
She laughed gibingly at her own mistakes.
Γέλασε ειρωνικά με τα δικά της λάθη.
His gibingly tone made it clear he didn’t mean what he said.
Η λέξη "gibingly" προέρχεται από το ρήμα "gibe," που σημαίνει να εκφέρεις ειρωνικές ή κοφτερές παρατηρήσεις, το οποίο είναι πιθανότατα από τη μέση αγγλική λέξη "gibe," που προέρχεται από το γαλλικό "giber," που σημαίνει να χλευάζεις ή να κοροϊδεύεις.
Συνώνυμα: - Sarcastically (σαρκαστικά) - Ironically (ειρωνικά)
Αντώνυμα: - Sincerely (ειλικρινά) - Seriously (SERIOUSLY)