Gilder είναι ουσιαστικό.
/ˈɡɪldər/
Η λέξη gilder αναφέρεται σε ένα άτομο που εφαρμόζει χρυσό ή γυαλιστερό υλικό σε αντικείμενα ή επιφάνειες, συνήθως για διακοσμητικούς σκοπούς. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει κάποιον που "χρυσώνει" ή ωραιοποιεί καταστάσεις ή γεγονότα. Στην Αγγλική γλώσσα, η χρήση της λέξης είναι περισσότερο κοινή στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε κείμενα που αναφέρονται σε τέχνη, βιοτεχνία ή ιστορία.
Ο τεχνίτης είναι ένας έμπειρος γυαλιστής που εργάζεται σε περίπλοκες σχέσεις.
After the restoration, the gilded frame looked as good as new.
Μετά την αποκατάσταση, το χρυσοποίκιλτο πλαίσιο φαινόταν σαν καινούργιο.
The gilder applied a thin layer of gold leaf to the sculpture.
Η λέξη gilder δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με φράσεις που σχετίζονται με την τέχνη και τη διακόσμηση.
Χρυσώνει το κρίνο με φανταχτερά στολίδια. (Σημαίνει ότι προσθέτει περιττές βελτιώσεις.)
Don’t gild the truth; just tell me what happened.
Μην χρυσώνεις την αλήθεια; Πες μου απλώς τι συνέβη.
She tends to gild her stories to make them more interesting.
Η λέξη gilder προέρχεται από το ρήμα "to gild", το οποίο σημαίνει "να εφαρμόζεις χρυσό". Ο όρος έχει τις ρίζες του στην αρχαία Αγγλική γλώσσα, με τη λέξη "gild" να προέρχεται από το παλαιό Αγγλικό gieldan, που σημαίνει "να καλύπτεις με κάτι πολύτιμο".
Συνώνυμα: - gildsman - ornamenter - gold leaf applicator
Αντώνυμα: - unadorned - plain - simple