Ίnoun
/gɪnˌdʒɪvəˈɡlɔːsɪtɪs/
Η λέξη "gingivoglossitis" αναφέρεται σε μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από φλεγμονή τόσο των ούλων (γιγγίβων) όσο και της γλώσσας (γλώσσα). Είναι μια μορφή φλεγμονής που μπορεί να προκληθεί από διάφορους παράγοντες όπως βακτήρια, ιούς, ή έλλειψη βιταμινών.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά ή οδοντιατρικά κείμενα και είναι σχετικά σπάνια στον προφορικό λόγο, εφόσον αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη ιατρική κατάσταση.
The patient was diagnosed with gingivoglossitis after presenting with swollen gums and a sore tongue.
Ο ασθενής διαγνώστηκε με γκιγγβο-γλωσσίτιδα μετά την παρουσίαση πρησμένων ούλων και πόνου στη γλώσσα.
Proper oral hygiene is crucial to prevent conditions like gingivoglossitis.
Η σωστή στοματική υγιεινή είναι κρίσιμη για την πρόληψη καταστάσεων όπως η γκιγγβο-γλωσσίτιδα.
The dentist recommended a special mouthwash to help with the symptoms of gingivoglossitis.
Ο οδοντίατρος συνέστησε ένα ειδικό διάλυμα στοματικής πλύσης για να βοηθήσει με τα συμπτώματα της γκιγγβο-γλωσσίτιδας.
Η λέξη "gingivoglossitis" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σε κλινικές εκθέσεις και επιστημονικά άρθρα, μπορεί να ενσωματωθεί σε προτάσεις που συζητούν τη στοματική υγειονομία ή κλινικές διαδικασίες εξαιτίας της φλεγμονής.
Η λέξη προέρχεται από το συνδυασμό των ελληνικών λέξεων "gingiva" (ούλα) και "glossa" (γλώσσα) και της κατάληξης "-itis" που υποδηλώνει φλεγμονή, η οποία χρησιμοποιείται ευρέως στην ιατρική ορολογία.
Συνώνυμα - Oral mucositis (στοματίτιδα) - Stomatitis (στοματίτιδα)
Αντώνυμα - Oral health (στοματική υγεία) - Healthy gums and tongue (υγιή ούλα και γλώσσα)
Αυτή η σύνθεση παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα γύρω από τη λέξη "gingivoglossitis", την κλινική της σημασία και τον γενικό της χρήσης.