Ρήμα (verb)
/gɪv ə ɡæsp/
Η φράση "give a gasp" σημαίνει να αφήσεις μια ξαφνική αναστεναγμό ή κραυγή, συνήθως λόγω έκπληξης, φόβου ή σοκ. Χρησιμοποιείται συχνά και στους προφορικούς και στους γραπτούς λόγους, αλλά είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγω της φυσικότητάς της στην επικοινωνία σε καταστάσεις έντονης συναισθηματικής αντίδρασης.
When she saw the surprise party, she couldn't help but give a gasp.
(Όταν είδε το πάρτι έκπληξη, δεν μπόρεσε παρά να κάνει μια αναστεναγμό.)
He gave a gasp when he heard the unexpected news.
(Έκανε μια αναστεναγμό όταν άκουσε τα αναπάντεχα νέα.)
The audience gave a gasp at the shocking twist in the movie.
(Το κοινό έκανε μια αναστεναγμό στην σοκαριστική ανατροπή της ταινίας.)
Η φράση "give a gasp" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και συγκινήσεις για να υποδηλώσει συναισθηματικές αντιδράσεις:
Give a gasp of disbelief
Many people gave a gasp of disbelief when they saw the magician's trick.
(Πολλοί άνθρωποι έκαναν μια αναστεναγμό αδυνατίσματος όταν είδαν το κόλπο του μάγου.)
Give a gasp of excitement
The kids gave a gasp of excitement when the fireworks started.
(Τα παιδιά έκαναν μια αναστεναγμό ενθουσιασμού όταν άρχισαν τα πυροτεχνήματα.)
Give a gasp of horror
The audience gave a gasp of horror as the villain revealed his plan.
(Το κοινό έκανε μια αναστεναγμό τρόμου όταν ο κακός αποκάλυψε το σχέδιό του.)
Give a gasp of joy
She gave a gasp of joy when her name was called as the winner.
(Έκανε μια αναστεναγμό χαράς όταν το όνομά της ανακοινώθηκε ως νικητής.)
Give a gasp in shock
Everyone gave a gasp in shock when the building collapsed.
(Όλοι έκαναν μια αναστεναγμό σοκ όταν το κτίριο κατέρρευσε.)
Η λέξη "gasp" προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "gaspen", που σημαίνει "να αναπνέεις βαθιά" ή "να εκπνέεις με δυσκολία", και έχει ρίζες στη γερμανική γλώσσα.