Ρήμα
/gɪv ə lid/
Η φράση "give a lead" χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει την πράξη της προσφοράς καθοδήγησης ή κατεύθυνσης σε κάποιον. Συχνά χρησιμοποιείται σε πλαίσια όπου κάποιος δίνει πληροφορίες ή προτάσεις ώστε να βοηθήσει κάποιον άλλο να κατανοήσει καλύτερα μια κατάσταση ή να προχωρήσει σε μια ενέργεια. Η φράση έχει συχνή χρήση και σε επαγγελματικά και σε κοινωνικά πλαίσια, παρατηρείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο.
"Can you give a lead on this project?"
«Μπορείς να δώσεις μια οδηγία για αυτό το έργο;»
"He decided to give a lead during the meeting."
«Αποφάσισε να δώσει το πάνω χέρι κατά τη διάρκεια της συνάντησης.»
"I hope you can give a lead on how to solve this issue."
«Ελπίζω να μπορέσεις να δώσεις μια οδηγία για το πώς να λύσουμε αυτό το ζήτημα.»
Στην αγγλική γλώσσα, η φράση "give a lead" συνδέεται με διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα:
"Give a lead to the team."
«Δώσε καθοδήγηση στην ομάδα.»
"If you give a lead, others will follow."
«Αν δώσεις καθοδήγηση, οι άλλοι θα ακολουθήσουν.»
"She didn’t hesitate to give a lead when needed."
«Δεν δίστασε να δώσει το πάνω χέρι όταν χρειαζόταν.»
"Can you give a lead on the new policies?"
«Μπορείς να δώσεις καθοδήγηση για τις νέες πολιτικές;»
"The manager always tries to give a lead in discussions."
«Ο διευθυντής πάντα προσπαθεί να δώσει καθοδήγηση στις συζητήσεις.»
Η φράση "give a lead" προέρχεται από το συνδυασμό του ρήματος "give", που έχει αγγλική προέλευση και σημαίνει "δίνω", και του ουσιαστικού "lead", που προέρχεται από τη λατινική λέξη "ducere", που σημαίνει "καθοδηγώ".
Συνώνυμα: - provide guidance - offer direction - give advice
Αντώνυμα: - withhold guidance - obstruct - mislead