Ρήμα (verb)
/gɪv pruːf/
Η φράση "give proof" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη της παροχής ή παρουσίασης αποδεικτικών στοιχείων που υποστηρίζουν μια θέση, θεωρία ή ισχυρισμό. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε νομικά, επιστημονικά και ακαδημαϊκά πλαίσια. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε συζητήσεις που αφορούν αποδείξεις ή υποστηρικτικά στοιχεία.
Η φράση χρησιμοποιείται μετρίως και είναι πιο συχνή σε επίσημα και ακαδημαϊκά κείμενα.
Πρέπει να δώσεις απόδειξη της ταυτότητάς σου για να μπεις στο κτίριο.
He couldn't give proof that he was innocent.
Δεν μπόρεσε να δώσει απόδειξη ότι ήταν αθώος.
The scientist was able to give proof of his hypothesis through rigorous testing.
Η φράση "give proof" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την υποστήριξη θέσεων ή ισχυρισμών.
Για να δώσεις απόδειξη ότι το γλυκό είναι καλό, πρέπει να το δοκιμάσεις πρώτα.
You can talk about your skills, but you need to give proof in your work.
Μπορείς να μιλάς για τις ικανότητές σου, αλλά πρέπει να δώσεις απόδειξη μέσα από τη δουλειά σου.
In negotiations, you often need to give proof of your claims to make an impact.
Σε διαπραγματεύσεις, συχνά χρειάζεται να δώσεις απόδειξη των ισχυρισμών σου για να κάνεις εντύπωση.
Only by giving proof can we convince others of our point of view.
Μόνο δίνοντας απόδειξη μπορούμε να πείσουμε τους άλλους για την άποψή μας.
When faced with skepticism, it’s important to give proof that backs your argument.
Η λέξη "give" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "giefan," που σημαίνει "να δώσεις." Η λέξη "proof" προέρχεται από τη λατινική "probatum," που σημαίνει "να δοκιμάσεις" ή "να αποδείξεις."