give proof - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

give proof (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα (verb)

Φωνητική μεταγραφή

/gɪv pruːf/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση στη γλώσσα Αγγλικά

Η φράση "give proof" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη της παροχής ή παρουσίασης αποδεικτικών στοιχείων που υποστηρίζουν μια θέση, θεωρία ή ισχυρισμό. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε νομικά, επιστημονικά και ακαδημαϊκά πλαίσια. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε συζητήσεις που αφορούν αποδείξεις ή υποστηρικτικά στοιχεία.

Συχνότητα χρήσης

Η φράση χρησιμοποιείται μετρίως και είναι πιο συχνή σε επίσημα και ακαδημαϊκά κείμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. You need to give proof of your identity to enter the building.
  2. Πρέπει να δώσεις απόδειξη της ταυτότητάς σου για να μπεις στο κτίριο.

  3. He couldn't give proof that he was innocent.

  4. Δεν μπόρεσε να δώσει απόδειξη ότι ήταν αθώος.

  5. The scientist was able to give proof of his hypothesis through rigorous testing.

  6. Ο επιστήμονας μπόρεσε να δώσει απόδειξη της υπόθεσής του μέσω αυστηρών δοκιμών.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "give proof" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την υποστήριξη θέσεων ή ισχυρισμών.

Παραδειγματικές ιδιωματικές προτάσεις

  1. To give proof of the pudding, you must try it first.
  2. Για να δώσεις απόδειξη ότι το γλυκό είναι καλό, πρέπει να το δοκιμάσεις πρώτα.

  3. You can talk about your skills, but you need to give proof in your work.

  4. Μπορείς να μιλάς για τις ικανότητές σου, αλλά πρέπει να δώσεις απόδειξη μέσα από τη δουλειά σου.

  5. In negotiations, you often need to give proof of your claims to make an impact.

  6. Σε διαπραγματεύσεις, συχνά χρειάζεται να δώσεις απόδειξη των ισχυρισμών σου για να κάνεις εντύπωση.

  7. Only by giving proof can we convince others of our point of view.

  8. Μόνο δίνοντας απόδειξη μπορούμε να πείσουμε τους άλλους για την άποψή μας.

  9. When faced with skepticism, it’s important to give proof that backs your argument.

  10. Όταν αντιμετωπίζεις σκεπτικισμό, είναι σημαντικό να δώσεις απόδειξη που υποστηρίζει το επιχείρημά σου.

Ετυμολογία

Η λέξη "give" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "giefan," που σημαίνει "να δώσεις." Η λέξη "proof" προέρχεται από τη λατινική "probatum," που σημαίνει "να δοκιμάσεις" ή "να αποδείξεις."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμο



25-07-2024