Η φράση "given point" αποτελείται από δύο λέξεις: "given", που είναι επίθετο, και "point", που είναι ουσιαστικό.
/gɪvən pɔɪnt/
Η φράση "given point" αναφέρεται σε ένα σημείο που έχει προσδιοριστεί ή που είναι ήδη γνωστό/παραδεκτό σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Χρησιμοποιείται συχνά σε μαθηματικά, επιστημονικά και φιλοσοφικά κείμενα για να αναφέρουν μια προϋπόθεση ή μια σταθερή κατάσταση.
Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο. Σε πιο επίσημες ή τεχνικές συζητήσεις, όπως σε ακαδημαϊκά υποκείμενα. Η συχνότητα χρήσης της σε προφορικό λόγο είναι χαμηλότερη.
"Στο δοθέν σημείο, μπορούμε να καθορίσουμε την τιμή της συνάρτησης."
"The graph intersects the line at the given point."
"Το γράφημα τέμνει την γραμμή στο δοθέν σημείο."
"To solve the problem, we need to analyze the given point in detail."
Η φράση "given point" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περισσότερες σύνθετες προτάσεις και συμφραζόμενα:
"Δεδομένης της άποψης του καθηγητή, θα πρέπει να ξανασκεφτούμε το επιχείρημά μας."
"At a given point in time, everything fell into place."
"Σε ένα δεδομένο σημείο στον χρόνο, τα πάντα μπήκαν στη θέση τους."
"Given the point that we've discussed, I think we can move forward."
"Δεδομένου του σημείου που έχουμε συζητήσει, νομίζω ότι μπορούμε να προχωρήσουμε."
"She always brings up the given point in our debates."
"Πάντα θέτει το δεδομένο σημείο στις συζητήσεις μας."
"The outcome changes at any given point due to external factors."
"Το αποτέλεσμα αλλάζει σε οποιοδήποτε δεδομένο σημείο λόγω εξωτερικών παραγόντων."
"In mathematics, you always start from a given point to reach the solution."
"Given" προέρχεται από το παρελθόν του ρήματος "give", το οποίο έχει γερμανική καταγωγή. Το "point" προέρχεται από τη λατινική λέξη "punctum", που σημαίνει "σημείο ή τρύπα".
Συνώνυμα: - "designated point" - "specified point"
Αντώνυμα: - "unknown point" - "ambiguous point"