Glace είναι ουσιαστικό.
/ɡlɑːs/
Ο όρος glace αναφέρεται σε ένα διακοσμητικό στρώμα που γυαλίζει την επιφάνεια των γλυκών και κέικ, ή σε μία γυαλιστερή επιφάνεια γενικότερα. Χρησιμοποιείται κυρίως στη ζαχαροπλαστική και μαγειρική. Στην αγγλική γλώσσα, η χρήση του είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε συνταγές ή περιγραφές φαγητών.
Η τούρτα είχε καλυφθεί με ένα όμορφο γλάσο.
She used a chocolate glace to finish the dessert.
Χρησιμοποίησε ένα σοκολατένιο γλάσο για να τελειώσει το γλυκό.
The fruit was coated in a thin layer of glace.
Η λέξη glace δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά οι σχετικές λέξεις όπως "glass" ή "glazed" μπορεί να εμφανίζονται πιο συχνά.
Οι ντόνατς ήταν πανέμορφα γλασαρισμένοι με ένα γλυκό γλάσο.
For a classy finish, use a glassy finish over the painting.
Για μια κομψή τελείωση, χρησιμοποίησε μια γυαλιστερή επιφάνεια πάνω από τον πίνακα.
The chef said that the chocolate should be left to glaze for an hour.
Η λέξη glace προέρχεται από τη γαλλική λέξη "glacer", που σημαίνει "να γυαλίσει" ή "να παγώσει". Έχει χρησιμοποιηθεί στη ζαχαροπλαστική για να περιγράψει την κολλώδη ή γυαλιστερή επικάλυψη.
Συνώνυμα: - icing - glaze - coating
Αντώνυμα: - dullness (θαμπότητα) - mat (ματ επιφάνεια) - uncoated (μη επικαλυμμένο)