Η φράση "glamour boy" είναι ουσιαστικό.
/gæmər bɔɪ/
Η φράση "glamour boy" αναφέρεται συχνά σε έναν νεαρό άντρα που είναι γοητευτικός, στιλάτος και έχει χαρακτηριστικά που τον κάνουν να ξεχωρίζει με μια ειδική αίγλη. Συνήθως αυτός ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πλαίσια που σχετίζονται με τη μόδα ή την ψυχαγωγία. Χρησιμοποιείται συχνά στην αγγλική γλώσσα και είναι περισσότερο δημοφιλής στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να συναντηθεί και σε γραπτά κείμενα που αφορούν τη μόδα ή τη λαϊκή κουλτούρα.
He is known as the glamour boy of the fashion industry.
Αυτός είναι γνωστός ως το αγόρι με γοητεία της βιομηχανίας μόδας.
Every magazine cover features a glamour boy to attract attention.
Κάθε εξώφυλλο περιοδικού παρουσιάζει ένα γοητευτικό αγόρι για να προσελκύσει προσοχή.
Η φράση "glamour boy" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Εδώ είναι μερικά παραδείγματα:
He's just a glamour boy; he cares more about his looks than his talent.
Αυτός είναι απλώς ένα γοητευτικό αγόρι; Νοιάζεται περισσότερο για την εμφάνισή του παρά για το ταλέντο του.
The party was full of glamour boys, turning heads wherever they went.
Το πάρτι ήταν γεμάτο γοητευτικά αγόρια, στρέφοντας τα βλέμματα όπου κι αν πήγαιναν.
Don't be fooled by the glamour boy's smile; there's more to his story.
Μην πέφτεις θύμα του χαμόγελου του γοητευτικού αγοριού; Υπάρχουν περισσότερα στην ιστορία του.
Every team needs a glamour boy to draw in the crowds.
Κάθε ομάδα χρειάζεται ένα γοητευτικό αγόρι για να προσελκύσει τους θεατές.
Those glamour boys never seem to take life seriously.
Αυτά τα γοητευτικά αγόρια φαίνονται ποτέ να μην παίρνουν τη ζωή σοβαρά.
He acts like a glamour boy, but deep down he's very insecure.
Συμπεριφέρεται σαν γοητευτικό αγόρι, αλλά μέσα του είναι πολύ ανασφαλής.
The film featured a glamour boy as its leading actor, captivating the audience.
Η ταινία παρουσίασε ένα γοητευτικό αγόρι ως τον κύριο ηθοποιό της, μαγνητίζοντας το κοινό.
Η λέξη "glamour" προέρχεται από το σκωτσέζικο «glamour» που σήμαινε «μαγεία» ή «γοητεία». Ο όρος "boy" αναφέρεται σε έναν νέο άνδρα. Ο συνδυασμός των δύο όρων έχει γίνει δημοφιλής για να περιγράψει νέους άνδρες που φαίνονται ελκυστικοί και στιλάτοι.
Συνώνυμα: - Stylish boy - Charming young man - Fashionable guy
Αντώνυμα: - Unattractive boy - Ordinary young man - Plain guy