Το "glare" είναι ρήμα και ουσιαστικό.
/fɡlɛr/
Το "glare" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα έντονο, συχνά ενοχλητικό, φως που εκπέμπει ή εκφράζεται μέσω ενός προσώπου. Στον προφορικό και γραπτό λόγο, η χρήση του είναι αρκετά συχνή, κυρίως σε περιβάλλοντα όπου η επιρροή ενός έντονου φωτός ή η έντονη συναισθηματική αντίδραση είναι επίκαιρες.
Η λέξη χρησιμοποιείται με παρόμοια συχνότητα και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να βρείτε περισσότερα παραδείγματα στο γραπτό λόγο, ειδικά σε λογοτεχνικά κείμενα και περιγραφές.
The sun's glare made it difficult to see the road clearly.
(Η αναλαμπή του ήλιου δυσχέρανε την ορατότητα του δρόμου.)
She gave him a fierce glare when he interrupted her.
(Η κοπέλα του έριξε ένα οργισμένο βλέμμα όταν την διέκοψε.)
He adjusted his sunglasses to reduce the glare from the water.
(Ρύθμισε τα γυαλιά του για να μειώσει την αντανάκλαση από το νερό.)
Το "glare" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να περιληφθεί σε κάποιες εκφράσεις που περιγράφουν καταστάσεις έντασης ή δυσάρεστης οπτικής εμπειρίας.
To glare at someone - He glared at her as she entered the room, clearly upset.
(Της έριξε ένα οργισμένο βλέμμα όταν μπήκε στο δωμάτιο, φανερά εκνευρισμένος.)
In full glare - The actor performed in the full glare of the spotlight.
(Ο ηθοποιός εμφανίστηκε στον πλήρη φωτισμό της προβολής.)
Glaring error - The report contained a glaring error that was hard to miss.
(Η έκθεση περιείχε ένα προφανές λάθος που ήταν δύσκολο να παραληφθεί.)
Glaring difference - There is a glaring difference between the two proposals.
(Υπάρχει μια προφανής διαφορά μεταξύ των δύο προτάσεων.)
Glaring contradiction - His statement was a glaring contradiction to what he said earlier.
(Η δήλωσή του ήταν μια προφανής αντίθεση σε ό,τι είχε πει νωρίτερα.)
Ο όρος "glare" προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "glaren", που σημαίνει «να εκπέμπει φως» ή «να κοιτάζει οργισμένα». Η προέλευσή του σχετίζεται και με τον παλαιότερο αγγλοσαξονικό όρο "glaer", που σημαίνει "φως".
Συνώνυμα: - Glimmer - Shine - Beam
Αντώνυμα: - Dullness - Darkness - Dimness