Το "glass-man" είναι ένα σύνθετο ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /ˈɡlæs.mæn/
Ο όρος "glass-man" συνήθως αναφέρεται σε έναν άνθρωπο ή έναν χαρακτήρα που αποτελείται ή σχετίζεται με γυαλί. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να υποδείξει ευθραυστότητα ή ευαισθησία. Δεν είναι μία κοινά χρησιμοποιούμενη φράση και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αν και τείνει να είναι πιο σπάνιος.
Ο γυάλινος άνθρωπος στεκόταν κομψά στη γκαλερί, παρουσιάζοντας την εύθραυστη ομορφιά του.
She felt like a glass-man, exposed and vulnerable to the world's scrutiny.
Ένιωθε σαν γυάλινος άνθρωπος, εκτεθειμένη και ευάλωτη στην παρατήρηση του κόσμου.
The artist created a stunning sculpture of a glass-man that captivated everyone.
Η λέξη "glass-man" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να υπάρξουν μερικές φράσεις που να σχετίζονται με την ιδέα του γυαλιού ή της ευθραυστότητας:
Είναι σημαντικό να χειριστείς την κατάσταση με προσοχή.
Like walking on glass: Making decisions that could easily break one's trust.
Κάνοντας αποφάσεις που θα μπορούσαν εύκολα να σπάσουν την εμπιστοσύνη κάποιου.
Breaking glass: Referring to breaking someone's expectations or trust.
Ο όρος "glass-man" είναι ένα σύνθετο ουσιαστικό που προέρχεται από τις λέξεις "glass", που σημαίνει γυαλί, και "man", που αναφέρεται σε άνθρωπο. Η σύνθεση δημιουργεί μια έννοια που υποδηλώνει έναν άνθρωπο που είναι είτε φτιαγμένος από γυαλί είτε έχει χαρακτηριστικά που σχετίζονται με το γυαλί.
Συνώνυμα: - Fragile person (εύθραυστος άνθρωπος) - Delicate figure (λεπτός χαρακτήρας)
Αντώνυμα: - Strong man (ίσχυρος άνθρωπος) - Tough figure (ανθεκτικός χαρακτήρας)