Ο όρος "glass-seal alloy" είναι ένα ουσιαστικό σύνθετο.
/gˈlæs siːl əˈlɔɪ/
Το "glass-seal alloy" αναφέρεται σε ένα ειδικό κράμα που χρησιμοποιείται για να σφραγίζει γυαλί σε ηλεκτρονικές ή μηχανικές εφαρμογές. Η χρήση αυτού του κράματος είναι κοινή σε βιομηχανίες που απαιτούν σφραγίδες που αντέχουν σε υψηλές θερμοκρασίες και απαιτητικά περιβάλλοντα.
Το "glass-seal alloy" χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά ή βιομηχανικά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή στον γραπτό λόγο σε επιστημονικά άρθρα και ειδικότητες που σχετίζονται με τη μηχανική και υλικολογία.
Το κράμα γυαλιού-σφραγίδας παρέχει μια ισχυρή σύνδεση μεταξύ των ηλεκτρονικών εξαρτημάτων.
In high-temperature applications, the glass-seal alloy maintains its integrity.
Αν και ο όρος "glass-seal alloy" δεν είναι συνηθισμένος σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, συνδέεται με περισσότερο τεχνικούς όρους. Ωστόσο, υπάρχουν κοινές φράσεις που αναφέρονται στην εφαρμογή του στην τεχνολογία:
Για να σφραγίσετε τη συμφωνία, η χρήση ενός κράματος γυαλιού-σφραγίδας μπορεί να σφραγίσει τη συμφωνία για την ανθεκτικότητα του προϊόντος.
"Alloy with precision" - Engineers must apply glass-seal alloy with precision to ensure optimal performance.
Ο όρος "glass" προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική λέξη "glas," που σημαίνει "υαλώδες υλικό". Η λέξη "seal" προέρχεται από την ετυμολογία της λατινικής "sigillare," που σημαίνει "σφραγίζω". Ο όρος "alloy" προέρχεται από τη γαλλική "aliier," που σημαίνει "να αναμειγνύω".
Συνώνυμα: - Κράμα γυαλιού-σφράγισης - Κράμα σφραγίδας
Αντώνυμα: - Ανοιχτό (σε συμφραζόμενα όπου δεν υπάρχει σφράγιση ή κλείσιμο)