Η λέξη "glasses" είναι ουσιαστικό.
Η λέξη "glasses" χρησιμοποιείται κυρίως για να προσδιορίσει οπτικά γυαλιά που φοριούνται από άτομα για τη βελτίωση της όρασης ή για προστασία από τον ήλιο.
Η λέξη "glasses" είναι αρκετά κοινή στην καθημερινή αγγλόφωνη γλώσσα και χρησιμοποιείται σε πολλές καθημερινές καταστάσεις.
Η λέξη χρησιμοποιείται και στις δύο μορφές, αλλά είναι πιο συνηθισμένη στην προφορική ομιλία όταν αναφέρονται σε ατόματα και τις συνηθισμένες συνήθειές τους.
"I need to buy new glasses."
"Χρειάζομαι να αγοράσω καινούρια γυαλιά."
"He forgot his glasses at home."
"Ξέχασε τα γυαλιά του στο σπίτι."
"Sunglasses are essential on sunny days."
"Τα γυαλιά ηλίου είναι απαραίτητα σε ηλιόλουστες μέρες."
Η λέξη "glasses" προέρχεται από το παλαιότερο λανθασμένο γαλλικό όρο "glace" (γυαλί) που χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τα οπτικά γυαλιά. Οι ρίζες της λέξης ανάγονται στο αρχαίο ελληνικό "κρύσταλλος" (κρύσταλλο), γεγονός που δείχνει την ιστορική συσχέτιση της παραγωγής γυαλιού και των γυαλιών.