glazed paper: Συνθετική φράση, όπου "glazed" είναι ένα επίθετο και "paper" είναι ένα ουσιαστικό.
/ɡleɪzd ˈpeɪpər/
glazed paper αναφέρεται σε χαρτί το οποίο έχει υποστεί κάποια διαδικασία επεξεργασίας (συνήθως με μία γυαλιστερή επικάλυψη), κάνοντάς το πιο ανθεκτικό και προσφέροντας μια λεία, γυαλιστερή επιφάνεια. Αυτό το τύπο χαρτιού χρησιμοποιείται συχνά για εκτυπώσεις, διαφημιστικά φυλλάδια, ανακοινώσεις, και άλλες εφαρμογές που απαιτούν υψηλή ποιότητα εικόνας και χρωμάτων.
Το "glazed paper" χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε επαγγελματικά και εμπορικά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά μέτρια, καθώς αφορά συγκεκριμένες τεχνικές απαιτήσεις.
Η καλλιτέχνης χρησιμοποίησε γυαλισμένο χαρτί για να ενισχύσει τα χρώματα των εκτυπώσεών της.
When creating brochures, many designers prefer glazed paper for its glossy finish.
Το "glazed paper" δεν χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συμπεριληφθεί σε σχετικές εκφράσεις που αφορούν την τέχνη και την εκτύπωση.
Το portfolio της ήταν τόσο εντυπωσιακό, ειδικά επειδή ήταν εκτυπωμένο σε γυαλισμένο χαρτί.
"This advertisement looks professional because of the use of glazed paper."
Αυτή η διαφήμιση φαίνεται επαγγελματική λόγω της χρήσης γυαλισμένου χαρτιού.
"The invitations were beautifully designed on glazed paper, making them stand out."
Ο όρος "glazed" προέρχεται από το γαλλικό "glacé", που σημαίνει "γυαλισμένος", ενώ η λέξη "paper" έχει ρίζες στη λατινική λέξη "papyrus".
Συνώνυμα: - Glossy paper - Coated paper
Αντώνυμα: - Matte paper - Uncoated paper