Ουσιαστικό
/ˈɡleɪzɪŋ ˈpʌti/
Η φράση "glazing putty" αναφέρεται σε έναν τύπο στόκου που χρησιμοποιείται κυρίως για την στέρεη τοποθέτηση και sealing των γυαλιών σε παράθυρα και άλλες κατασκευές. Συνήθως χρησιμοποιείται για να παρέχει στήριξη και αδιαβροχοποίηση, αποτρέποντας την υγρασία και τον αέρα από το να εισέλθουν.
Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε τεχνικές και κατασκευαστικές περιγραφές. Είναι λιγότερο συχνό να ακούγεται στον καθημερινό προφορικό λόγο, εκτός εάν κάποιος αναφέρεται ειδικά σε εργασίες συντήρησης ή κατασκευής.
Ο εργολάβος εφάρμοσε γυαλίζων στόκο γύρω από το πλαίσιο του παραθύρου.
To ensure durability, you need to use quality glazing putty.
Για να εξασφαλίσετε ανθεκτικότητα, πρέπει να χρησιμοποιήσετε ποιοτικό γυαλίζων στόκο.
After scraping off the old glazing putty, I replaced it with a new layer.
Η φράση "glazing putty" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες συνδέσεις με τη διαδικασία επισκευών και συντήρησης.
"Ετοίμασε τον γυαλίζοντα στόκο πριν ξεκινήσεις τις επισκευές."
"He was in a sticky situation, just like using glazing putty."
"Βρέθηκε σε μια κολλώδη κατάσταση, όπως ο γυαλίζων στόκος."
"Using glazing putty requires patience and skill."
Η λέξη "glazing" προέρχεται από το Old English "glæs," που σημαίνει γυαλί, και "putty" προέρχεται πιθανώς από τη γαλλική λέξη "pouët," που αναφέρεται σε μια μαλακή ουσία που χρησιμοποιείται για σφράγιση.
Συνώνυμα: - Caulk - Sealant
Αντώνυμα: - Expose (εκθέτω) - Open (ανοιχτό)