globe-trotter: ουσιαστικό
/ˈɡloʊb ˌtrɒtər/
Ο όρος globe-trotter αναφέρεται σε ένα άτομο που ταξιδεύει πολύ και εξερευνά διάφορες χώρες και πολιτισμούς. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που απολαμβάνει την περιπέτεια και διαρκείς ταξιδιωτικές δραστηριότητες. Η χρήση του είναι πιο συχνή σε προφορικό και γραπτό λόγο, ιδίως σε τουριστικά ή ταξιδιωτικά συμφραζόμενα.
She has always dreamed of being a globe-trotter.
Πάντα ονειρευόταν να είναι κοσμογυριστής.
As a globe-trotter, he has visited over 50 countries.
Ως κοσμογυριστής, έχει επισκεφθεί πάνω από 50 χώρες.
The globe-trotter shared her adventures on social media.
Η κοσμογυριστής μοιράστηκε τις περιπέτειές της στα κοινωνικά δίκτυα.
Ο όρος globe-trotter συχνά συσχετίζεται με περιπέτειες και ταξίδια. Ακολουθούν μερικές ιδιωματικές εκφράσεις που χρησιμοποιούν τη λέξη:
A globe-trotter at heart
Ένας κοσμογυριστής στη ψυχή.
(Σημαίνει ότι κάποιος έχει την τάση για ταξίδια ή την αγάπη για το ταξίδι.)
Living the life of a globe-trotter
Ζώντας τη ζωή ενός κοσμογυριστή.
(Αναφέρεται σε κάποιον που ταξιδεύει συχνά και απολαμβάνει διάφορα μέρη και πολιτισμούς.)
Globe-trotter on a budget
Κοσμογυριστής με περιορισμένο προϋπολογισμό.
(Αυτή η φράση αναφέρεται σε κάποιον που ταξιδεύει αλλά είναι προσεκτικός στα έξοδά του.)
A seasoned globe-trotter
Ένας έμπειρος κοσμογυριστής.
(Σημαίνει ότι το άτομο έχει ταξιδέψει πολύ και έχει αποκτήσει εμπειρία.)
Η λέξη globe-trotter προέρχεται από το «globe» (σφαίρα, γη) και το «trotter» (κάποιος που τρέχει ή περπατά). Αρχικά χρησιμοποιήθηκε στη λογοτεχνία τον 19ο αιώνα, για να περιγράψει άτομα που ταξίδευαν διεθνώς.
Συνώνυμα: - Explorer (Εξερευνητής) - Adventurer (Περιηγητής) - Voyager (Ταξιδιώτης)
Αντώνυμα: - Homebody (Σπιτόγατος) - Settler (Οικιστής) - Stay-at-home (Μείνε σπίτι)