Glorify είναι ρήμα.
/ˈɡlɔːrɪfaɪ/
Η λέξη "glorify" σημαίνει να αποδώσουμε δόξα ή επαίνους σε κάποιον ή κάτι, συνήθως με υπερβολικό τρόπο. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει πράξεις που τονίζουν την αξία ή τη σημασία κάποιου, συχνά με θρησκευτικές ή θετικές υπονοήσεις.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και πιθανότατα είναι πιο συχνή στους γραπτούς λόγους, σχετικά με λογοτεχνικά και θρησκευτικά κείμενα.
Πρέπει να μάθουμε να δοξάζουμε τους ήρωες του παρελθόντος μας.
The artist sought to glorify nature through her paintings.
Η καλλιτέχνης επιδίωξε να δοξάσει τη φύση μέσω των έργων της.
Many songs glorify love in various ways.
Η λέξη "glorify" χρησιμοποιείται και σε πολλούς ιδιωματικούς συνδυασμούς, ιδίως στο πλαίσιο της θρησκείας και της τέχνης.
"Αγαπά να δοξάζει τα επιτεύγματά του σε κάθε ευκαιρία."
Glorified version of the truth
"Αυτό που παρουσίασε ήταν απλώς μια δοξασμένη εκδοχή της αλήθειας."
Glorify the mundane
"Ο συγγραφέας έχει ταλέντο στο να δοξάζει τις καθημερινές πτυχές της ζωής."
Glorifying a cause
"Το ντοκιμαντέρ αποσκοπούσε στη δοξασία μιας αιτίας που πιστεύουν πολλοί."
Don't glorify violence
Η λέξη "glorify" προέρχεται από το μεσαιωνικό λατινικό "glorificare", που σημαίνει "να αποδώσεις δόξα", το οποίο προέρχεται από τη λέξη "gloria" (δόξα).
Συνώνυμα: - Exalt - Praise - Honor
Αντώνυμα: - Belittle - Condemn - Disparage