Ο συνδυασμός των λέξεων "glossy hair" λειτουργεί ως ουσιαστικό στην αγγλική γλώσσα.
/gˈlɔsi hɛr/
Ο όρος "glossy hair" αναφέρεται σε μαλλιά που φαίνονται υγιή, λαμπερά και με φυσική γυαλάδα. Η χρήση της φράσης υποδηλώνει ότι τα μαλλιά είναι καλά περιποιημένα και μπορεί να έχει θετική επίδραση στην εμφάνιση ενός ατόμου. Χρησιμοποιείται γενικά σε καλλυντικά ή ποιοτικά συμφραζόμενα και είναι συχνά σε συζητήσεις σχετικά με την περιποίηση μαλλιών.
Η χρήση της εν λόγω φράσης είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι αρκετά δημοφιλής στις διαφημίσεις προϊόντων περιποίησης μαλλιών.
Πάντα θαύμαζε τις γυναίκες με λαμπερά μαλλιά.
The stylist recommended a special serum to achieve glossy hair.
Ο στυλίστας συνέστησε έναν ειδικό ορό για να αποκτήσει γυαλιστερά μαλλιά.
After using the new shampoo, my hair looks so glossy.
Ο όρος "glossy hair" δεν είναι ιδιαίτερα κοινός σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες φράσεις:
"Με λίγη φροντίδα, ο καθένας μπορεί να έχει λαμπερά μαλλιά."
"She walked in with glossy hair and turned everyone's heads."
"Μπήκε μέσα με γυαλιστερά μαλλιά και τράβηξε όλα τα βλέμματα."
"The magazine featured tips for achieving glossy hair."
"Το περιοδικό παρουσίασε συμβουλές για να αποκτήσετε γυαλιστερά μαλλιά."
"For glossy hair, try using natural oils."
"Για γυαλιστερά μαλλιά, δοκιμάστε να χρησιμοποιήσετε φυσικά λάδια."
"Maintaining a healthy diet contributes to having glossy hair."
Ο όρος "glossy" προέρχεται από τη λέξη "gloss," που σημαίνει γυαλάδα ή λάμψη, η οποία έχει τις ρίζες της στη Λατινική λέξη "glossus" (λαμπρό). "Hair" προέρχεται από την Αγγλοσαξονική λέξη "hæ hair."
Συνώνυμα: - Shiny hair (λαμπερά μαλλιά) - Sleek hair (λείο μαλλιά)
Αντώνυμα: - Dull hair (θαμπά μαλλιά) - Dry hair (ξερά μαλλιά)